Anonymous

φοινικόπεζα: Difference between revisions

From LSJ
6
(45)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />(ως [[προσωνυμία]] της θεάς Δήμητρος) αυτή που έχει πόδια πορφυρού χρώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] (Ι), -<i>οίνικος</i> «πορφυρό [[χρώμα]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>πεζα</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέζα]] «[[πόδι]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ἀργυρό</i>-<i>πεζα</i>, <i>κυανό</i>-<i>πεζα</i>].
|mltxt=ἡ, Α<br />(ως [[προσωνυμία]] της θεάς Δήμητρος) αυτή που έχει πόδια πορφυρού χρώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] (Ι), -<i>οίνικος</i> «πορφυρό [[χρώμα]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>πεζα</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέζα]] «[[πόδι]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ἀργυρό</i>-<i>πεζα</i>, <i>κυανό</i>-<i>πεζα</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φοινῑκόπεζα:''' ἡ, αυτή που έχει κόκκινα πόδια, επίθ. για τη [[Δήμητρα]]· πιθανόν από το [[χρώμα]] του ώριμου σίτου, του Βιργίλιου rubicunda [[Ceres]], σε Πίνδ.
}}
}}