Anonymous

φυτουργός: Difference between revisions

From LSJ
6
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-όν, ΜΑ, και [[φυτοεργός]], -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που καλλιεργεί και περιποιείται φυτά, [[ιδίως]] δένδρα κήπου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πρωτουργός]], [[δημιουργός]] («τῷ φυτουργῷ τῆς μάχης», Πισίδ. Γ.)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[φυτουργός]]<br />[[κηπουρός]] και [[κυρίως]] [[αμπελουργός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> (με ή [[χωρίς]] τη λ. [[πατήρ]]) γεννήτορας, [[πατέρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φυτόν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>λιθ</i>-<i>ουργός</i>].
|mltxt=-όν, ΜΑ, και [[φυτοεργός]], -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που καλλιεργεί και περιποιείται φυτά, [[ιδίως]] δένδρα κήπου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πρωτουργός]], [[δημιουργός]] («τῷ φυτουργῷ τῆς μάχης», Πισίδ. Γ.)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[φυτουργός]]<br />[[κηπουρός]] και [[κυρίως]] [[αμπελουργός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> (με ή [[χωρίς]] τη λ. [[πατήρ]]) γεννήτορας, [[πατέρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φυτόν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>λιθ</i>-<i>ουργός</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῠτουργός:''' -όν (*[[ἔργω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δουλεύει στα φυτά· ως ουσ., [[κηπουρός]], [[αμπελουργός]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[δημιουργός]], σε Σοφ., Ευρ.· [[πρωτεργάτης]] ενός πράγματος, σε Πλάτ.
}}
}}