Anonymous

φιλοσκώμμων: Difference between revisions

From LSJ
6
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον ΝΜΑ<br />(στην νεοελλ. ως [[λόγιος]] τ.) αυτός που του αρέσουν τα πειράγματα ή οι αστεϊσμοί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκώμμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκῶμμα]] «[[πείραγμα]], [[αστεϊσμός]]»)].
|mltxt=-ον ΝΜΑ<br />(στην νεοελλ. ως [[λόγιος]] τ.) αυτός που του αρέσουν τα πειράγματα ή οι αστεϊσμοί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκώμμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκῶμμα]] «[[πείραγμα]], [[αστεϊσμός]]»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῐλοσκώμμων:''' -ον, αυτός που αγαπά τα σκώμματα ή τα αστεία, σε Ηρόδ.
}}
}}