Anonymous

φερέκακος: Difference between revisions

From LSJ
6
(44)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που αντέχει τους κόπους και τις ταλαιπωρίες, [[καρτερικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]] (για τη [[μορφή]] του α' συνθετικού <b>βλ. λ.</b> [[φέρω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>κακος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κακός]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἀλεξί</i>-<i>κακος</i>, <i>λυσί</i>-<i>κακος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που αντέχει τους κόπους και τις ταλαιπωρίες, [[καρτερικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]] (για τη [[μορφή]] του α' συνθετικού <b>βλ. λ.</b> [[φέρω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>κακος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κακός]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἀλεξί</i>-<i>κακος</i>, <i>λυσί</i>-<i>κακος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φερέκᾰκος:''' -ον ([[κακόν]]), αυτός που αντέχει να μοχθεί ή υποφέρει τις κακουχίες, σε Πολύβ.
}}
}}