Anonymous

χάϊος: Difference between revisions

From LSJ
330 bytes added ,  31 December 2018
6
(46)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ΐα, -ον, και [[χαός]], -όν, Α<br />[[αληθινός]], [[γνήσιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λακων. επίθ. που έχει σχηματιστεί πιθανότατα ως [[εξής]]: <i>χά</i>(<i>h</i>)<i>ϊος</i> <span style="color: red;"><</span> [[χάσιος]] (<b>πρβλ.</b> και τον τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> [[χάσιος]]<br />[[αγαθός]], [[χρηστός]]) με [[απώλεια]] του ενδοφωνηεντικού -<i>σ</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>χάτιος</i> με συριστικοποίηση του οδοντικού <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χατο</i>- (<b>πρβλ.</b> την [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> <i>εύ</i>-<i>χατότερον</i>- <i>πλουσιώτερον</i>). Κατά μία [[άποψη]], η λ. ανάγεται σε μια υποτιθέμενη [[ρίζα]] <i>ghă</i> με οδοντικό χαρακτήρα -<i>t</i>- / -<i>d</i>- και συνδέεται με τα γερμ. <i>gut</i>, γοτθ. <i>gops</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>g</i><i>ō</i><i>da</i>-) με σημ. «[[καλός]], [[αγαθός]]», τα οποία βέβαια [[πρέπει]] να διαχωριστούν από την [[οικογένεια]] λ. που ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>ghedh</i>- «[[συνδέω]], [[ενώνω]]» με την οποία [[συνήθως]] συνδέονται].
|mltxt=-ΐα, -ον, και [[χαός]], -όν, Α<br />[[αληθινός]], [[γνήσιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λακων. επίθ. που έχει σχηματιστεί πιθανότατα ως [[εξής]]: <i>χά</i>(<i>h</i>)<i>ϊος</i> <span style="color: red;"><</span> [[χάσιος]] (<b>πρβλ.</b> και τον τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> [[χάσιος]]<br />[[αγαθός]], [[χρηστός]]) με [[απώλεια]] του ενδοφωνηεντικού -<i>σ</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>χάτιος</i> με συριστικοποίηση του οδοντικού <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χατο</i>- (<b>πρβλ.</b> την [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> <i>εύ</i>-<i>χατότερον</i>- <i>πλουσιώτερον</i>). Κατά μία [[άποψη]], η λ. ανάγεται σε μια υποτιθέμενη [[ρίζα]] <i>ghă</i> με οδοντικό χαρακτήρα -<i>t</i>- / -<i>d</i>- και συνδέεται με τα γερμ. <i>gut</i>, γοτθ. <i>gops</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>g</i><i>ō</i><i>da</i>-) με σημ. «[[καλός]], [[αγαθός]]», τα οποία βέβαια [[πρέπει]] να διαχωριστούν από την [[οικογένεια]] λ. που ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>ghedh</i>- «[[συνδέω]], [[ενώνω]]» με την οποία [[συνήθως]] συνδέονται].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χάϊος:''' [ᾱ], -α, -ον, [[γνήσιος]], [[αληθινός]], [[καλός]], Λακων. [[λέξη]] σε Αριστοφ.· ομοίως, <i>χᾶός</i>, <i>-όν</i>, χαοὶ οἱ [[ἐπάνωθεν]], οι καλοί άνθρωποι των παλιών χρόνων, σε Θεόκρ.
}}
}}