Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χάλασμα: Difference between revisions

From LSJ
6
(46)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-άσματος, το, ΝΑ [[χαλῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το να χαλάει, να καταστρέφεται [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[κατεδάφιση]]<br /><b>3.</b> [[ερείπιο]] («βγήκε σαν [[φάντασμα]] από τα χαλάσματα»)<br /><b>4.</b> (για τρόφιμα) [[αλλοίωση]], [[αποσύνθεση]], [[σήψη]]<br /><b>5.</b> (για καιρικές συνθήκες) [[επιδείνωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάσταση]] χαλάρωσης («[[ἀναπνοή]] καὶ [[χάλασμα]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[έλλειψη]] ελαστικότητας<br /><b>3.</b> (για αιμοφόρα αγγεία) [[χάλαση]], [[χαλάρωση]], [[έλλειψη]] τάσης<br /><b>4.</b> [[σχισμή]], [[χαραμάδα]]<br /><b>5.</b> (σχετικά με στρατιωτική [[παράταξη]]) [[κενό]]<br /><b>6.</b> [[μονοπάτι]] στην [[άκρη]] καλλιεργημένης γης<br /><b>7.</b> [[εξάρθρωση]]<br /><b>8.</b> [[συγγενής]] [[κήλη]].
|mltxt=-άσματος, το, ΝΑ [[χαλῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το να χαλάει, να καταστρέφεται [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[κατεδάφιση]]<br /><b>3.</b> [[ερείπιο]] («βγήκε σαν [[φάντασμα]] από τα χαλάσματα»)<br /><b>4.</b> (για τρόφιμα) [[αλλοίωση]], [[αποσύνθεση]], [[σήψη]]<br /><b>5.</b> (για καιρικές συνθήκες) [[επιδείνωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάσταση]] χαλάρωσης («[[ἀναπνοή]] καὶ [[χάλασμα]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[έλλειψη]] ελαστικότητας<br /><b>3.</b> (για αιμοφόρα αγγεία) [[χάλαση]], [[χαλάρωση]], [[έλλειψη]] τάσης<br /><b>4.</b> [[σχισμή]], [[χαραμάδα]]<br /><b>5.</b> (σχετικά με στρατιωτική [[παράταξη]]) [[κενό]]<br /><b>6.</b> [[μονοπάτι]] στην [[άκρη]] καλλιεργημένης γης<br /><b>7.</b> [[εξάρθρωση]]<br /><b>8.</b> [[συγγενής]] [[κήλη]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χάλασμα:''' -ατος, τό ([[χαλάω]]), χαλαρή [[κατάσταση]], [[κενό]] [[διάστημα]] στην [[παράταξη]] της μάχης, σύμμετρον ἔχειν [[χάλασμα]], είμαι τοποθετημένος κατά σύμμετρα διαστήματα, σε Πλούτ.
}}
}}