Anonymous

φρόντισμα: Difference between revisions

From LSJ
6
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ [[φροντίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φροντίδα]], [[μέριμνα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επινόημα]], [[σκέψη]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ φροντίσματα</i><br />οι προμελετημένοι λόγοι.
|mltxt=το, ΝΑ [[φροντίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φροντίδα]], [[μέριμνα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επινόημα]], [[σκέψη]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ φροντίσματα</i><br />οι προμελετημένοι λόγοι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''φρόντισμα:''' -ατος, τό ([[φροντίζω]]), αυτό που σκέφτεται [[κάποιος]], [[σκέψη]], [[επίνοια]], σε Αριστοφ.
}}
}}