Anonymous

χάσκω: Difference between revisions

From LSJ
1,619 bytes added ,  31 December 2018
6
(46)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[ανοίγω]] πολύ το [[στόμα]] μου, [[μένω]] ή [[κοιτάζω]] με το [[στόμα]] ανοιχτό<br /><b>2.</b> [[σχηματίζω]] [[άνοιγμα]], [[χαίνω]]<br /><b>3.</b> [[ανοίγω]] το [[στόμα]] λόγω κόπωσης, ανίας ή έλλειψης προσοχής, [[χαζεύω]]<br /><b>4.</b> (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) [[κεχηνώς]], -<i>υία</i>, -<i>ός</i><br /><b>βλ.</b> [[χαίνω]]<br /><b>μσν.</b><br />(για καρπούς) σχάζομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μιλώ]] με το [[στόμα]] ανοιχτό<br /><b>2.</b> (πιθ. και ως μτβ.) [[ανοίγω]] και [[καταπίνω]] [[κάτι]] («χανεῑν... τὴν γῆν... τὸ [[ἅρμα]]», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>3.</b> (το αρσ. μτχ. παρακμ. με σημ. επιθ.) [[κεχηνώς]]<br />αυτός που μένει με το [[στόμα]] ανοιχτό, [[χάχας]], [[χαζός]], [[ευήθης]]<br /><b>4.</b> (το ουδ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὸ κεχηνός</i><br />το σκοτεινό και ασαφές [[σημείο]] ενός κειμένου<br /><b>5.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «[[λύκος]] ἔχανεν» — λεγόταν για να δηλώσει ελπίδες που δεν πραγματοποιήθηκαν (<b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τόσο το ρ. [[χαίνω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ghăn</i>-<i>jo</i>) όσο και ο αρχαιότερος τ. [[χάσκω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>gh</i><i>ә</i><i>sko</i>) ανάγονται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>ghn</i>- μιας μορφής <i>ghen</i>- της ΙΕ ρίζας <i>ghe</i>- «[[χάσκω]]». Στην [[ίδια]] [[ρίζα]], εξάλλου, ανάγονται και τα αρχ. ισλανδ. <i>gan</i> «[[κραυγή]]» και <i>gana</i> «[[χάσκω]]», [[καθώς]] και το λατ. <i>hisco</i>, το οποίο έχει και την [[ίδια]] σημ. και το ίδιο [[επίθημα]] με το [[χάσκω]]. Ωστόσο, αρχαιότεροι τ. [[αυτού]] του ρηματ. συστήματος [[πρέπει]] να θεωρηθούν ο αόρ. <i>ἔχανον</i> και ο παρακμ. <i>κέχᾱνα</i>/ [[κέχηνα]], από τους οποίους, [[κατά]] μία [[άποψη]], [[πρέπει]] να υποτεθεί [[ένας]] [[αρχικός]] τ. ενεστ. <i>χᾰνημι</i> ή <i>χᾰνω</i>. Από το ίδιο θ. <i>χᾰν</i>-, [[εκτός]] από τον ενεστ. [[χαίνω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χᾰν</i>-<i>jω</i> με ενεστ. [[επίθημα]] -<i>jω</i>), έχουν [[επίσης]] σχηματιστεί το ουσ. [[χάνος]], το επίρρ. [[χανδόν]] και τα σύνθ. σε -<i>χανής</i>, ενώ παράλληλα απαντά και ένα θ. <i>χᾱν</i>-, από όπου οι τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> [[χήνημα]] και <i>χηνῆσαι</i>, [[καθώς]] και το β' συνθετικό -<i>χήνη</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κατα</i>-<i>χήνη</i>, <i>κυσο</i>-<i>χήνη</i>). Τα παρ. [[χάσμα]] και [[χάσμη]] μπορεί να έχουν σχηματιστεί [[είτε]] από το [[χάσκω]] [[είτε]] από το [[χαίνω]] (<b>πρβλ.</b> [[φαίνω]]: [[φάσμα]]). Τέλος, υπάρχουν και οι εκφραστικοί σχηματισμοί [[χανύω]] και [[χανύσσω]] από ένα θ. <i>χᾰνυ</i>-, το οποίο, [[κατά]] μία [[άποψη]], προϋποθέτει έναν αμάρτυρο τ. <i>χάνῡμι</i>. Για τη [[σύνδεση]] του [[χανύω]] με τους τ. [[χαῦνος]], [[χάος]], <b>πρβλ.</b> το [[σχήμα]] [[γάνυμαι]]: [[γαῦρος]].
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[ανοίγω]] πολύ το [[στόμα]] μου, [[μένω]] ή [[κοιτάζω]] με το [[στόμα]] ανοιχτό<br /><b>2.</b> [[σχηματίζω]] [[άνοιγμα]], [[χαίνω]]<br /><b>3.</b> [[ανοίγω]] το [[στόμα]] λόγω κόπωσης, ανίας ή έλλειψης προσοχής, [[χαζεύω]]<br /><b>4.</b> (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) [[κεχηνώς]], -<i>υία</i>, -<i>ός</i><br /><b>βλ.</b> [[χαίνω]]<br /><b>μσν.</b><br />(για καρπούς) σχάζομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μιλώ]] με το [[στόμα]] ανοιχτό<br /><b>2.</b> (πιθ. και ως μτβ.) [[ανοίγω]] και [[καταπίνω]] [[κάτι]] («χανεῑν... τὴν γῆν... τὸ [[ἅρμα]]», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>3.</b> (το αρσ. μτχ. παρακμ. με σημ. επιθ.) [[κεχηνώς]]<br />αυτός που μένει με το [[στόμα]] ανοιχτό, [[χάχας]], [[χαζός]], [[ευήθης]]<br /><b>4.</b> (το ουδ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὸ κεχηνός</i><br />το σκοτεινό και ασαφές [[σημείο]] ενός κειμένου<br /><b>5.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «[[λύκος]] ἔχανεν» — λεγόταν για να δηλώσει ελπίδες που δεν πραγματοποιήθηκαν (<b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τόσο το ρ. [[χαίνω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ghăn</i>-<i>jo</i>) όσο και ο αρχαιότερος τ. [[χάσκω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>gh</i><i>ә</i><i>sko</i>) ανάγονται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>ghn</i>- μιας μορφής <i>ghen</i>- της ΙΕ ρίζας <i>ghe</i>- «[[χάσκω]]». Στην [[ίδια]] [[ρίζα]], εξάλλου, ανάγονται και τα αρχ. ισλανδ. <i>gan</i> «[[κραυγή]]» και <i>gana</i> «[[χάσκω]]», [[καθώς]] και το λατ. <i>hisco</i>, το οποίο έχει και την [[ίδια]] σημ. και το ίδιο [[επίθημα]] με το [[χάσκω]]. Ωστόσο, αρχαιότεροι τ. [[αυτού]] του ρηματ. συστήματος [[πρέπει]] να θεωρηθούν ο αόρ. <i>ἔχανον</i> και ο παρακμ. <i>κέχᾱνα</i>/ [[κέχηνα]], από τους οποίους, [[κατά]] μία [[άποψη]], [[πρέπει]] να υποτεθεί [[ένας]] [[αρχικός]] τ. ενεστ. <i>χᾰνημι</i> ή <i>χᾰνω</i>. Από το ίδιο θ. <i>χᾰν</i>-, [[εκτός]] από τον ενεστ. [[χαίνω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χᾰν</i>-<i>jω</i> με ενεστ. [[επίθημα]] -<i>jω</i>), έχουν [[επίσης]] σχηματιστεί το ουσ. [[χάνος]], το επίρρ. [[χανδόν]] και τα σύνθ. σε -<i>χανής</i>, ενώ παράλληλα απαντά και ένα θ. <i>χᾱν</i>-, από όπου οι τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> [[χήνημα]] και <i>χηνῆσαι</i>, [[καθώς]] και το β' συνθετικό -<i>χήνη</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κατα</i>-<i>χήνη</i>, <i>κυσο</i>-<i>χήνη</i>). Τα παρ. [[χάσμα]] και [[χάσμη]] μπορεί να έχουν σχηματιστεί [[είτε]] από το [[χάσκω]] [[είτε]] από το [[χαίνω]] (<b>πρβλ.</b> [[φαίνω]]: [[φάσμα]]). Τέλος, υπάρχουν και οι εκφραστικοί σχηματισμοί [[χανύω]] και [[χανύσσω]] από ένα θ. <i>χᾰνυ</i>-, το οποίο, [[κατά]] μία [[άποψη]], προϋποθέτει έναν αμάρτυρο τ. <i>χάνῡμι</i>. Για τη [[σύνδεση]] του [[χανύω]] με τους τ. [[χαῦνος]], [[χάος]], <b>πρβλ.</b> το [[σχήμα]] [[γάνυμαι]]: [[γαῦρος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χάσκω:''' (√<i>ΧΑ</i> ή <i>ΧΑΝ</i>), μεταγεν. ενεστ. [[χαίνω]], μέλ. <i>χᾰνοῦμαι</i>, αόρ. βʹ <i>ἔχᾰνον</i>, παρακ. [[κέχηνα]], υπερσ. <i>ἐκεχήνειν</i>, Δωρ. και αρχ. Αττ. <i>'κεχήνη</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> Λατ. [[hio]], [[ανοίγω]], [[χάσκω]], [[τότε]] μοι [[χάνοι]] [[εὐρεῖα]] [[χθών]], [[τότε]] η γη άνοιξε για μένα, δηλ. για να με καταπιεί, σε Ομήρ. Ιλ.· πρὸς [[κῦμα]] χανών, λέγεται για κάποιον που πνίγεται, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[στέκομαι]] με το [[στόμα]] ανοιχτό (σε κωμική [[εκδοχή]]), <i>χάσκοντες κούφαις ἐλπίσι τερπόμεθα</i>, σε Σόλωνα· [[ὅτε]] δὴ 'κεχήνη, όταν καθόμουν με το [[στόμα]] ανοιχτό, σε Αριστοφ.· ομοίως, πρὸς [[ταῦτα]] [[κεχηνώς]], στον ίδ.· <i>κεχηνότες</i>, χάσκωντες ανόητα, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[χασμουριέμαι]] (από [[πλήξη]], [[ανία]], [[κόπωση]]), σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> σπανιότερα, [[μιλώ]] με ανοιχτό το [[στόμα]], [[αρθρώνω]], Λατ. [[hisco]], με αιτ., τὰ δεινὰ ῥήματα [[χανεῖν]], σε Σοφ.· τοῦτ' ἐτόλμησεν [[χανεῖν]], σε Αριστοφ.
}}
}}