Anonymous

φυλακικός: Difference between revisions

From LSJ
6
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[φύλαξ]], -<i>ακος</i>]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει οριστεί να φυλάγει, να τηρεί [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[προσεκτικός]], [[πρόθυμος]] να τηρεί [[κάτι]].
|mltxt=-ή, -όν, Α [[φύλαξ]], -<i>ακος</i>]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει οριστεί να φυλάγει, να τηρεί [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[προσεκτικός]], [[πρόθυμος]] να τηρεί [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῠλᾰκικός:''' -ή, -όν, διατεθειμένος να τηρεί ή να φυλάει, [[επιμελής]], [[προσεκτικός]], σε Πλάτ.
}}
}}