Anonymous

χαλκόπυλος: Difference between revisions

From LSJ
6
(46)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει χάλκινες πύλες («Διὸς Βήλου ἱερὸν χαλκόπυλον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως [[προσωνυμία]] της Αθηνάς) αυτή που λατρεύεται σε ναό με χάλκινες πύλες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πυλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πύλη]]), <b>πρβλ.</b> <i>καλλί</i>-<i>πυλος</i>, <i>μακρό</i>-<i>πυλος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει χάλκινες πύλες («Διὸς Βήλου ἱερὸν χαλκόπυλον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως [[προσωνυμία]] της Αθηνάς) αυτή που λατρεύεται σε ναό με χάλκινες πύλες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πυλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πύλη]]), <b>πρβλ.</b> <i>καλλί</i>-<i>πυλος</i>, <i>μακρό</i>-<i>πυλος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χαλκόπῠλος:''' -ον ([[πύλη]]), αυτός που έχει πύλες από χαλκό σε Ηρόδ.· [[χαλκόπυλος]] [[θεά]], επίθ. για την Αθηνά, σε Ευρ.
}}
}}