Anonymous

χαλκοστέφανος: Difference between revisions

From LSJ
6
(46)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει χάλκινο [[επιστέγασμα]] («χαλκοστέφανον [[τέμενος]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στέφανος]] (<b>πρβλ.</b> [[κισσο]]-[[στέφανος]], <i>χρυσο</i>-[[στέφανος]])].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει χάλκινο [[επιστέγασμα]] («χαλκοστέφανον [[τέμενος]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στέφανος]] (<b>πρβλ.</b> [[κισσο]]-[[στέφανος]], <i>χρυσο</i>-[[στέφανος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χαλκοστέφᾰνος:''' -ον, αυτός που είναι [[στεφανωμένος]] με χαλκό, [[τέμενος]], σε Ανθ.
}}
}}