Anonymous

φύσις: Difference between revisions

From LSJ
3,061 bytes added ,  31 December 2018
6
(45)
(6)
Line 36: Line 36:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[φύση]].
|mltxt=ἡ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[φύση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φύσις:''' [ῠ], ἡ, γεν. <i>φύσεως</i>, Ιων. [[φύσιος]], Αττ. δυϊκ. <i>φύσει</i> ή [[φύση]]· ([[φύω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[φύση]], [[φυσική]] [[κατάσταση]], [[δύναμη]], [[σύσταση]], [[συνθήκη]] ενός ανθρώπου ή πράγματος, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> όπως το [[φυή]], [[μορφή]], [[ανάστημα]], ἢ νόον ἤ [[τοι]] φύσιν, ή κατά τον νουν ή κατά την εξωτερική [[μορφή]], σε Πίνδ.· <i>τὸν δὲ Λάϊον φύσιν τίν' εἶχε</i>, <i>φράζε</i>, σε Σοφ.· τὴν ἐμὴν [[ἰδών]] φύσιν, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> σχετικά με το [[πνεύμα]], η [[φύση]] κάποιου, [[φυσική]] [[κλίση]], [[φυσική]] [[δύναμη]] [[χαρακτήρας]], σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> [[συχνά]] περιφρ., <i>πέτρου φύσιν σύ γ' ὀργάνειας</i>, δηλ. θα μπορούσε να προκαλέσει [[ακόμα]] και [[πέτρα]], σε Σοφ.· ἡ [[φύσις]] [[αὐτοῦ]] αντί [[αὐτός]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[φύση]], δηλ. η [[σειρά]] ή η [[τάξη]] της φύσης, <i>κατὰ φύσιν πεφυκέναι</i>, είμαι φτιαγμένος έτσι από τη [[φύση]] μου, [[φυσικά]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· αντίθ. προς <i>παρὰ φύσιν</i>, σε Ευρ., Θουκ.· ομοίως, [[προδότης]] ἐκ φύσεως, [[προδότης]] από τη [[φύση]] του, σε Αισχίν.· ομοίως σε δοτ., <i>φύσει</i>, από τη [[φύση]], [[φυσικά]], σε Αριστοφ. κ.λπ.· φύσιν [[ἔχει]], με απαρ., είναι [[φυσικό]] ότι..., σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[αρχή]], [[γέννηση]], <i>φύσει γεγονότες εὖ</i>, σε Ηρόδ.· φύσει [[νεώτερος]], σε Σοφ.· ομοίως, <i>τὴν φύσιν</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> [[φύση]], [[σύμπαν]], σε Πλάτ., Αριστ.<br /><b class="num">IV.</b> ως [[κάτι]] συγκεκριμένο, πλάσματα, ζώα (πρβλ. [[φύστις]]), θνητὴ [[φύσις]], η [[ανθρωπότητα]], σε Σοφ.· πόντου εἰναλία [[φύσις]], τα πλάσματα της θάλασσας, στον ίδ.· θήλεια [[φύσις]], η γυναικεία [[φύση]], σε Ξεν.· αἱ τοιαῦται [[φύσεις]], τέτοιου είδους πλάσματα όπως αυτά, σε Ισοκρ.<br /><b class="num">V.</b> [[φύση]], είδος, [[γένος]], βιοτῆς [[φύσις]], σε Σοφ.· [[γένος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">VI.</b>[[φύλο]], σε Σοφ., Θουκ.
}}
}}