Anonymous

ὑποπορεύομαι: Difference between revisions

From LSJ
6
(44)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[πορεύομαι]]<br /><b>1.</b> [[πορεύομαι]] [[κρυφά]] («ἀκάτια διὰ τῶν βαρβαρικῶν τριηρῶν ὑποπορευόμενα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πορεύομαι]] [[κάτω]] από [[κάτι]] («ὑποπορευόμενοι διὰ τῶν ὑπονόμων ἔλαθον ἐντὸς γενόμενοι τῆς ἄκρας», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=Α [[πορεύομαι]]<br /><b>1.</b> [[πορεύομαι]] [[κρυφά]] («ἀκάτια διὰ τῶν βαρβαρικῶν τριηρῶν ὑποπορευόμενα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πορεύομαι]] [[κάτω]] από [[κάτι]] («ὑποπορευόμενοι διὰ τῶν ὑπονόμων ἔλαθον ἐντὸς γενόμενοι τῆς ἄκρας», <b>Πλούτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑποπορεύομαι:''' αποθ., [[προχωρώ]] [[κάτω]] από το [[έδαφος]], σε Πλούτ.
}}
}}