Anonymous

χαλκεύω: Difference between revisions

From LSJ
6
(46)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[χαλκεύς]]<br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[κατασκευάζω]] [[κάτι]] από χαλκό<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[είμαι]] [[χαλκεύς]], [[κατεργάζομαι]] τον χαλκό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> α) [[πλάθω]], [[δημιουργώ]] («τον παρέπεμψαν με χαλκευμένες κατηγορίες»)<br />β) [[μηχανορραφώ]], [[μηχανώμαι]] («χάλκευσαν έναν σωρό συκοφαντίες»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>χαλκεύομαι</i><br /><b>μτφ.</b> [[κατασκευάζω]], [[παρασκευάζω]] (α. «χαλκεύεσθαι τὸν θάνατον», <b>Φώτ.</b><br />β. «ἀψευδεῖ δὲ πρὸς ἄκμονι χάλκευε γλῶσσαν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]] [[κάτι]] από [[μέταλλο]] (α. «τοῡθ' ἐχάλκευσεν [[ξίφος]]», <b>Σοφ.</b><br />β. «ἐξ [[ἀδάμαντος]] ἠὲ σιδήρου κεχάλκευται», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (ειδικά) [[κατασκευάζω]] [[κάτι]] από [[μέταλλο]] για κάποιον<br /><b>3.</b> (το απρμφ. ενεστ. με αρθρ. ως ουσ.) <i>τὸ χαλκεύειν</i><br />η [[τέχνη]] ή το [[έργο]] του χαλκουργού («διὰ τὴν τοῦ χαλκεύειν ἀμάθιαν», <b>Ξεν.</b>).
|mltxt=ΝΜΑ [[χαλκεύς]]<br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[κατασκευάζω]] [[κάτι]] από χαλκό<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[είμαι]] [[χαλκεύς]], [[κατεργάζομαι]] τον χαλκό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> α) [[πλάθω]], [[δημιουργώ]] («τον παρέπεμψαν με χαλκευμένες κατηγορίες»)<br />β) [[μηχανορραφώ]], [[μηχανώμαι]] («χάλκευσαν έναν σωρό συκοφαντίες»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>χαλκεύομαι</i><br /><b>μτφ.</b> [[κατασκευάζω]], [[παρασκευάζω]] (α. «χαλκεύεσθαι τὸν θάνατον», <b>Φώτ.</b><br />β. «ἀψευδεῖ δὲ πρὸς ἄκμονι χάλκευε γλῶσσαν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]] [[κάτι]] από [[μέταλλο]] (α. «τοῡθ' ἐχάλκευσεν [[ξίφος]]», <b>Σοφ.</b><br />β. «ἐξ [[ἀδάμαντος]] ἠὲ σιδήρου κεχάλκευται», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (ειδικά) [[κατασκευάζω]] [[κάτι]] από [[μέταλλο]] για κάποιον<br /><b>3.</b> (το απρμφ. ενεστ. με αρθρ. ως ουσ.) <i>τὸ χαλκεύειν</i><br />η [[τέχνη]] ή το [[έργο]] του χαλκουργού («διὰ τὴν τοῦ χαλκεύειν ἀμάθιαν», <b>Ξεν.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''χαλκεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[χαλκός]])·<br /><b class="num">I.</b> [[κατασκευάζω]] από χαλκό ή (γενικά) από [[μέταλλο]], [[σφυρηλατώ]], σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ. — Μέσ., [[σφυρηλατώ]] για τον εαυτό μου, σε Θέογν., Αριστοφ. — Παθ., είμαι κατεργασμένος ή σφυρηλατημένος, διαπλάθομαι, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> απόλ., είμαι [[σιδηρουργός]], [[εργάζομαι]] ως [[σιδηρουργός]], [[χειρίζομαι]] τη [[σφύρα]], σε Αριστοφ., Θουκ.· <i>τὸ χαλκεύειν</i>, η [[τέχνη]] του σιδηρουργού, σε Ξεν.
}}
}}