Anonymous

χηναλώπηξ: Difference between revisions

From LSJ
6
(46)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-εκος, ή, ΝΑ, και τ. αρσ. [[χηναλώπηξ]], ὁ, Α<br />(λογ. τ.) [[είδος]] αιγυπτιακής χήνας που ζει [[μέσα]] σε τρύπες στο [[χώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χήν</i>, <i>χηνός</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἀλώπηξ]] (<b>πρβλ.</b> <i>κυν</i>-[[αλώπηξ]])].
|mltxt=-εκος, ή, ΝΑ, και τ. αρσ. [[χηναλώπηξ]], ὁ, Α<br />(λογ. τ.) [[είδος]] αιγυπτιακής χήνας που ζει [[μέσα]] σε τρύπες στο [[χώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χήν</i>, <i>χηνός</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἀλώπηξ]] (<b>πρβλ.</b> <i>κυν</i>-[[αλώπηξ]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χηνᾰλώπηξ:''' -εκος, ὁ, [[χήνα]]-[[αλεπού]], αιγυπτιακό είδος χήνας, που ζει σε τρύπες, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
}}
}}