3,271,486
edits
(45) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[κόκκινος]] σαν το [[αίμα]], [[αιματώδης]]<br /><b>2.</b> [[αιμοχαρής]]<br /><b>3.</b> [[θανατηφόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ποιητικός τ. ο [[οποίος]], [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>bhen</i>- «[[χτυπώ]]» και κατ' [[επέκταση]] «[[χτυπώ]] [[μέχρι]] θανάτου» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ισλδ. <i>bani</i> «[[θάνατος]], [[δολοφόνος]]», αγγλοσαξ. <i>bana</i>, «[[δολοφόνος]]», αρχ. άνω γερμ. <i>bano</i> «[[δολοφόνος]], [[θάνατος]]») και έχει σχηματιστεί μέσω ενός αμάρτυρου ουσ. [[φόνος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>bhon</i>-<i>o</i>-) με σημ. «[[θάνατος]], [[αίμα]]» και ενός παρ. επιθ. <i>φον</i>-<i>ιος</i> «αυτός που αναφέρεται στο [[αίμα]], αυτός που έχει το [[χρώμα]] του αίματος, [[κόκκινος]]». Σύμφωνα με την [[άποψη]] αυτή, το αμάρτυρο <i>φονιος</i> τονίστηκε στη [[λήγουσα]] αναλογικά [[προς]] τα επίθ. που δηλώνουν [[χρώμα]] (<b>πρβλ.</b> [[γλαυκός]], [[πολιός]] <b>κ.λπ.</b>) και στη [[συνέχεια]] προφέρθηκε <i>φονyος</i>, [[κατά]] τη γρήγορη [[εκφορά]] του λόγου, από όπου προήλθε τελικά ο τ. [[φοινός]] (για ανάλογο σχηματισμό <b>βλ. λ.</b> [[φάλλαινα]] [II]). Αξιοσημείωτη [[είναι]] η φωνολογική [[ομοιότητα]] τών τ. της οικογένειας αυτής με τις λ. [[φόνος]], [[φόνιος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>g</i><sup>w</sup><i>hόno</i>-, <b>βλ.</b> και λ. [[φόνος]], [[θείνω]]), η οποία είχε οδηγήσει παλαιότερα στη [[σύνδεση]] του επιθ. [[φοινός]] με τη λ. [[φόνος]]. Η [[μαρτυρία]], [[ωστόσο]], στη Μυκηναϊκή του θηλ. <i>ponikija</i> (με αρκτικό <i>p</i>-), το οποίο αντιστοιχεί στο [[φοινίκιος]] (Ι) (<span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] [Ι] «[[πορφυρός]]» <span style="color: red;"><</span> [[φοινός]], <b>βλ. λ.</b> [[φοῖνιξ]] [Ι], [[φοινίκιος]] [Ι]) αποκλείει την [[αναγωγή]] τών τ. σε [[ρίζα]] με αρκτικό χειλοϋπερωικό φθόγγο, όπως θα απαιτούσε η [[σύνδεση]] με τη λ. [[φόνος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>g</i><sup>w</sup><i>hon</i>-<i>o</i>-). Τα στοιχεία αυτά οδηγούν στο [[συμπέρασμα]] ότι πρόκειται «για δύο οικογένειες αναγόμενες σε δύο διαφορετικές ΙΕ ρίζες, <i>bhen</i>- / <i>bhon</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[φοινός]]) και <i>g</i><sup>w</sup><i>hen</i>- / <i>g</i><sup>w</sup><i>hon</i>- (> [[φόνος]]), με [[κοινή]] σημ. «[[χτυπώ]]», οι οποίες στην Ελληνική συνέπεσαν μορφολογικά, όταν έπαψαν να δηλώνονται οι χειλοϋπερωικοί φθόγγοι, [[γεγονός]] που προκάλεσε και την επακόλουθη σημασιολογική [[σύγχυση]]].———————— <b>(II)</b><br />ὁ, Α<br />[[φόνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν. τ. της λ. [[φόνος]], κατ' [[επίδραση]] του επιθ. [[φοινός]] (για τη [[σχέση]] τών δύο οικογενειών, <b>βλ. λ.</b> [[φοινός]], -<i>ή</i>, -<i>όν</i>)]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[κόκκινος]] σαν το [[αίμα]], [[αιματώδης]]<br /><b>2.</b> [[αιμοχαρής]]<br /><b>3.</b> [[θανατηφόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ποιητικός τ. ο [[οποίος]], [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>bhen</i>- «[[χτυπώ]]» και κατ' [[επέκταση]] «[[χτυπώ]] [[μέχρι]] θανάτου» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ισλδ. <i>bani</i> «[[θάνατος]], [[δολοφόνος]]», αγγλοσαξ. <i>bana</i>, «[[δολοφόνος]]», αρχ. άνω γερμ. <i>bano</i> «[[δολοφόνος]], [[θάνατος]]») και έχει σχηματιστεί μέσω ενός αμάρτυρου ουσ. [[φόνος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>bhon</i>-<i>o</i>-) με σημ. «[[θάνατος]], [[αίμα]]» και ενός παρ. επιθ. <i>φον</i>-<i>ιος</i> «αυτός που αναφέρεται στο [[αίμα]], αυτός που έχει το [[χρώμα]] του αίματος, [[κόκκινος]]». Σύμφωνα με την [[άποψη]] αυτή, το αμάρτυρο <i>φονιος</i> τονίστηκε στη [[λήγουσα]] αναλογικά [[προς]] τα επίθ. που δηλώνουν [[χρώμα]] (<b>πρβλ.</b> [[γλαυκός]], [[πολιός]] <b>κ.λπ.</b>) και στη [[συνέχεια]] προφέρθηκε <i>φονyος</i>, [[κατά]] τη γρήγορη [[εκφορά]] του λόγου, από όπου προήλθε τελικά ο τ. [[φοινός]] (για ανάλογο σχηματισμό <b>βλ. λ.</b> [[φάλλαινα]] [II]). Αξιοσημείωτη [[είναι]] η φωνολογική [[ομοιότητα]] τών τ. της οικογένειας αυτής με τις λ. [[φόνος]], [[φόνιος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>g</i><sup>w</sup><i>hόno</i>-, <b>βλ.</b> και λ. [[φόνος]], [[θείνω]]), η οποία είχε οδηγήσει παλαιότερα στη [[σύνδεση]] του επιθ. [[φοινός]] με τη λ. [[φόνος]]. Η [[μαρτυρία]], [[ωστόσο]], στη Μυκηναϊκή του θηλ. <i>ponikija</i> (με αρκτικό <i>p</i>-), το οποίο αντιστοιχεί στο [[φοινίκιος]] (Ι) (<span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] [Ι] «[[πορφυρός]]» <span style="color: red;"><</span> [[φοινός]], <b>βλ. λ.</b> [[φοῖνιξ]] [Ι], [[φοινίκιος]] [Ι]) αποκλείει την [[αναγωγή]] τών τ. σε [[ρίζα]] με αρκτικό χειλοϋπερωικό φθόγγο, όπως θα απαιτούσε η [[σύνδεση]] με τη λ. [[φόνος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>g</i><sup>w</sup><i>hon</i>-<i>o</i>-). Τα στοιχεία αυτά οδηγούν στο [[συμπέρασμα]] ότι πρόκειται «για δύο οικογένειες αναγόμενες σε δύο διαφορετικές ΙΕ ρίζες, <i>bhen</i>- / <i>bhon</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[φοινός]]) και <i>g</i><sup>w</sup><i>hen</i>- / <i>g</i><sup>w</sup><i>hon</i>- (> [[φόνος]]), με [[κοινή]] σημ. «[[χτυπώ]]», οι οποίες στην Ελληνική συνέπεσαν μορφολογικά, όταν έπαψαν να δηλώνονται οι χειλοϋπερωικοί φθόγγοι, [[γεγονός]] που προκάλεσε και την επακόλουθη σημασιολογική [[σύγχυση]]].———————— <b>(II)</b><br />ὁ, Α<br />[[φόνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν. τ. της λ. [[φόνος]], κατ' [[επίδραση]] του επιθ. [[φοινός]] (για τη [[σχέση]] τών δύο οικογενειών, <b>βλ. λ.</b> [[φοινός]], -<i>ή</i>, -<i>όν</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φοινός:''' -ή, -όν ([[φόνος]]), αυτός που είναι [[κόκκινος]] σαν [[αίμα]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[αιμοβόρος]], [[δολοφονικός]], σε Ομηρ. Ύμν. | |||
}} | }} |