3,271,356
edits
(46) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και ιων. τ. χνοίη, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[μεταλλικός]] [[σωληνίσκος]] στο [[κέντρο]] της πλήμνης τροχού άμαξας, [[μέσα]] στο οποίο εισέρχεται και περιστρέφεται ο [[άξονας]], αλλ. [[χοινίκη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «χνόαι ποδῶν» — οι αρθρώσεις τών ποδιών (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[χνόη]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χνοFη</i>) μπορεί να αναχθεί στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>ghnĕu</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>ghen</i>- «[[τρίβω]], [[συνθλίβω]], [[ροκανίζω]]», επεκταμένη με -<i>F</i>-) και να συνδεθεί με τ. άλλων ΙΕ γλωσσών που σημαίνουν «[[τρίβω]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. νορβ. <i>gn</i><i>ū</i><i>a</i>, σουηδ. <i>gnida</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>gn</i><i>ī</i><i>tan</i>), [[καθώς]] και με τα: ρωσ. <i>gnus</i> «[[παράσιτο]], [[κακοήθης]]», πoλων. <i>gnus</i> «[[οκνηρός]]», αρχ. σλαβ. <i>gniti</i> «[[φθείρω]]». Από σημασιολογική [[άποψη]], η [[αναγωγή]] της λ. στη [[ρίζα]] αυτή δικαιολογείται, λόγω του ότι η [[χνόη]] επιτρέπει στον άξονα της άμαξας να βρίσκεται διαρκώς σε [[κίνηση]] και [[τριβή]]. Από την [[ίδια]] [[ρίζα]] με διαφορετική σημασιολογική [[εξέλιξη]] έχουν [[επίσης]] προέλθει και οι τ. [[χναύω]] και [[χνίω]]]. | |mltxt=και ιων. τ. χνοίη, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[μεταλλικός]] [[σωληνίσκος]] στο [[κέντρο]] της πλήμνης τροχού άμαξας, [[μέσα]] στο οποίο εισέρχεται και περιστρέφεται ο [[άξονας]], αλλ. [[χοινίκη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «χνόαι ποδῶν» — οι αρθρώσεις τών ποδιών (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[χνόη]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χνοFη</i>) μπορεί να αναχθεί στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>ghnĕu</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>ghen</i>- «[[τρίβω]], [[συνθλίβω]], [[ροκανίζω]]», επεκταμένη με -<i>F</i>-) και να συνδεθεί με τ. άλλων ΙΕ γλωσσών που σημαίνουν «[[τρίβω]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. νορβ. <i>gn</i><i>ū</i><i>a</i>, σουηδ. <i>gnida</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>gn</i><i>ī</i><i>tan</i>), [[καθώς]] και με τα: ρωσ. <i>gnus</i> «[[παράσιτο]], [[κακοήθης]]», πoλων. <i>gnus</i> «[[οκνηρός]]», αρχ. σλαβ. <i>gniti</i> «[[φθείρω]]». Από σημασιολογική [[άποψη]], η [[αναγωγή]] της λ. στη [[ρίζα]] αυτή δικαιολογείται, λόγω του ότι η [[χνόη]] επιτρέπει στον άξονα της άμαξας να βρίσκεται διαρκώς σε [[κίνηση]] και [[τριβή]]. Από την [[ίδια]] [[ρίζα]] με διαφορετική σημασιολογική [[εξέλιξη]] έχουν [[επίσης]] προέλθει και οι τ. [[χναύω]] και [[χνίω]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χνόη:''' Ιων. χνοίη, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[ομφαλός]] του τροχού μέσα στο οποίο γυρίζει ο [[άξονας]], [[κέντρο]] τροχού, Λατ. [[modiolus]], σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., <i>χνόαι ποδῶν</i>, αρθρώσεις [[χάρη]] στις οποίες κινούνται τα πόδια, όπως οι τροχοί γύρω από τον άξονα, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |