Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χειροτεχνικός: Difference between revisions

From LSJ
6
(46)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[χειροτεχνικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[χειροτέχνης]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[χειροτεχνία]] και στα χειροτεχνήματα (α. «χειροτεχνική [[επιδεξιότητα]]» β. «χειροτεχνικό [[επιμελητήριο]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> βασισμένος σε παλαιά [[τεχνολογία]] ή σε παλαιές, ξεπερασμένες αρχές και μεθόδους, [[καθυστερημένος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους χειρώνακτες («χειροτεχνικῶν περὶ συμβολαίων καὶ λοιδοριῶν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιδέξιος]], [[ικανός]] σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ χειροτεχνική</i><br />η χειρωνακτική [[εργασία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χειροτεχνικῶς</i> Α<br />χειρωνακτικά.
|mltxt=-ή, -ό / [[χειροτεχνικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[χειροτέχνης]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[χειροτεχνία]] και στα χειροτεχνήματα (α. «χειροτεχνική [[επιδεξιότητα]]» β. «χειροτεχνικό [[επιμελητήριο]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> βασισμένος σε παλαιά [[τεχνολογία]] ή σε παλαιές, ξεπερασμένες αρχές και μεθόδους, [[καθυστερημένος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους χειρώνακτες («χειροτεχνικῶν περὶ συμβολαίων καὶ λοιδοριῶν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιδέξιος]], [[ικανός]] σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ χειροτεχνική</i><br />η χειρωνακτική [[εργασία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χειροτεχνικῶς</i> Α<br />χειρωνακτικά.
}}
{{lsm
|lsmtext='''χειροτεχνικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε [[χειροτεχνία]], [[επιδέξιος]], <i>χειροτεχνικώτατος</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τεχνίτες, σε Πλάτ.
}}
}}