Anonymous

ψεδνός: Difference between revisions

From LSJ
6
(47c)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[αραιός]] ή [[λίγος]] («ψεδναὶ χαῑται», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[φαλακρός]]<br /><b>3.</b> (για γη) [[γυμνός]], [[άδενδρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίθ. σχηματισμένο με [[επίθημα]] -<i>δνός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γοε</i>-<i>δνός</i>, <i>κε</i>-<i>δνός</i>, <i>μακε</i>-<i>δνός</i>), άγνωστης ετυμολ. Η [[προσπάθεια]] ορισμένων, με [[βάση]] τη σημ. του επιθ., να συνδέσουν τον τ. με την [[οικογένεια]] τών <i>ψήω</i> / <i>ψῆν</i> / [[ψαίω]], μέσω αμάρτυρων τ. <i>ψαιδνός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ψαιδρά]]<br /><i>ἀραιότριχα</i> <b>Ησύχ.</b>) ή [[ψιδνός]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ψιλός]]), προσκρούει σε σοβαρές μορφολογικές δυσχέρειες και κρίνεται, λίγο έως πολύ, αυθαίρετη].
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[αραιός]] ή [[λίγος]] («ψεδναὶ χαῑται», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[φαλακρός]]<br /><b>3.</b> (για γη) [[γυμνός]], [[άδενδρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίθ. σχηματισμένο με [[επίθημα]] -<i>δνός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γοε</i>-<i>δνός</i>, <i>κε</i>-<i>δνός</i>, <i>μακε</i>-<i>δνός</i>), άγνωστης ετυμολ. Η [[προσπάθεια]] ορισμένων, με [[βάση]] τη σημ. του επιθ., να συνδέσουν τον τ. με την [[οικογένεια]] τών <i>ψήω</i> / <i>ψῆν</i> / [[ψαίω]], μέσω αμάρτυρων τ. <i>ψαιδνός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ψαιδρά]]<br /><i>ἀραιότριχα</i> <b>Ησύχ.</b>) ή [[ψιδνός]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ψιλός]]), προσκρούει σε σοβαρές μορφολογικές δυσχέρειες και κρίνεται, λίγο έως πολύ, αυθαίρετη].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ψεδνός:''' -ή, -όν, [[αραιός]], [[φαλακρός]], λέγεται για τα μαλλιά, σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.· λέγεται για άνθρωπο, [[φαλακρός]], σε Λουκ.
}}
}}