3,273,803
edits
(47c) |
(6) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[ψευδώνυμος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που φέρει ή χρησιμοποιεί ψεύτικο όνομα ή αυτός που ονομάζεται εσφαλμένα από άλλους με όνομα το οποίο δεν του ανήκει (α. «[[ψευδώνυμο]] [[νομοσχέδιο]]» β. «[[φιλόσοφος]] [[ψευδεπίγραφος]] καὶ [[ψευδώνυμος]]», <b>Πλούτ.</b><br />γ. «ἥξεις δ' ὑβριστὴν ποταμὸν οὐ ψευδώνυμον», Αισχύλ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[ψευδώνυμο]]<br />πλαστό όνομα ή [[ονοματεπώνυμο]] που χρησιμοποιούν [[συνήθως]] οι καλλιτέχνες και συγγραφείς, [[αλλά]] και άλλες κατηγορίες ατόμων, [[αντί]] του πραγματικού τους ονόματος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ψευδωνύμως]] ΝΜΑ<br />με ψεύτικο όνομα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ψευδ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]], αιολ. τ. του [[ὄνομα]]), με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ομ</i>-<i>ώνυμος</i>)]. | |mltxt=-η, -ο / [[ψευδώνυμος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που φέρει ή χρησιμοποιεί ψεύτικο όνομα ή αυτός που ονομάζεται εσφαλμένα από άλλους με όνομα το οποίο δεν του ανήκει (α. «[[ψευδώνυμο]] [[νομοσχέδιο]]» β. «[[φιλόσοφος]] [[ψευδεπίγραφος]] καὶ [[ψευδώνυμος]]», <b>Πλούτ.</b><br />γ. «ἥξεις δ' ὑβριστὴν ποταμὸν οὐ ψευδώνυμον», Αισχύλ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[ψευδώνυμο]]<br />πλαστό όνομα ή [[ονοματεπώνυμο]] που χρησιμοποιούν [[συνήθως]] οι καλλιτέχνες και συγγραφείς, [[αλλά]] και άλλες κατηγορίες ατόμων, [[αντί]] του πραγματικού τους ονόματος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ψευδωνύμως]] ΝΜΑ<br />με ψεύτικο όνομα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ψευδ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]], αιολ. τ. του [[ὄνομα]]), με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ομ</i>-<i>ώνυμος</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ψευδώνῠμος:''' -ον ([[ὄνομα]]), αυτός που έχει ψεύτικο, πλαστό όνομα, [[ψευδώς]] ονομαζόμενος, σε Αισχύλ.· επίρρ. <i>-μως</i>, με ψεύτικο όνομα, στον ίδ. | |||
}} | }} |