Anonymous

ὠκύς: Difference between revisions

From LSJ
1,094 bytes added ,  31 December 2018
6
(47c)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-εῑα, -ύ, ΜΑ, θηλ. και [[ὠκύς]] Μ<br />([[ιδίως]] ως [[προσωνυμία]] του Αχιλλέως) [[ταχύς]], γρήγορος, [[ευκίνητος]] («τοῑσι δ' ἀνιστάμενος μετέφη [[πόδας]] [[ὠκὺς]] [[Ἀχιλλεύς]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[πτηνό]]) [[ταχύπτερος]]<br /><b>2.</b> (για [[πλοίο]]) [[ταχύπλοος]]<br /><b>3.</b> (για [[βέλος]]) [[ὠκύπορος]]<br /><b>4.</b> [[οξύς]] («ὠκὺ [[νόημα]]», Ύμν. Ερμ.)<br /><b>5.</b> αυτός που τελείται [[γρήγορα]]<br /><b>6.</b> [[καυστικός]] («ἀκτὶς ὠκέος ἠελίου», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>7.</b> [[διαπεραστικός]]<br /><b>8.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὠκύ</i><br />α) η [[ταχύτητα]]<br />β) η [[οξύτητα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ὠκέως]] Α<br />με [[ταχύτητα]], [[γρήγορα]] («χερσὶ καθέλεν.. [[ὠκέως]]», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[ὠκύς]] ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>ō</i><i>ku</i>-<i>s</i> και αντιστοιχεί με τα αρχ. ινδ. <i>ā</i><i>šu</i>- και αβεστ. <i>ā</i><i>su</i>-, ενώ ο υπερθ. του επιθ. [[ὤκιστος]] αντιστοιχεί με τα αρχ. ινδ. <i>ā</i><i>šis tha</i> και αβεστ. <i>ā</i><i>sišta</i>-. Ο λατ., εξάλλου, τ. του συγκριτικού <i>ō</i><i>cior</i> αντιστοιχεί με τον ανώμαλο τ. συγκριτικού <i>ὠκίων</i>, ο [[οποίος]] αντικαταστάθηκε από τον ομαλό τ. <i>ὠκύτερος</i>. Έχει υποστηριχθεί, [[τέλος]], η [[σύνδεση]] της οικογένειας του [[ὠκύς]] «[[ταχύς]], γρήγορος» [[αλλά]] και «[[οξύς]]» με τη [[ρίζα]] <i>ak</i>- «[[οξύς]] [[αιχμηρός]]» (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>accipiter</i> «[[ταχύπτερος]]»), <b>βλ.</b> και λ. [[οξύς]]].
|mltxt=-εῑα, -ύ, ΜΑ, θηλ. και [[ὠκύς]] Μ<br />([[ιδίως]] ως [[προσωνυμία]] του Αχιλλέως) [[ταχύς]], γρήγορος, [[ευκίνητος]] («τοῑσι δ' ἀνιστάμενος μετέφη [[πόδας]] [[ὠκὺς]] [[Ἀχιλλεύς]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[πτηνό]]) [[ταχύπτερος]]<br /><b>2.</b> (για [[πλοίο]]) [[ταχύπλοος]]<br /><b>3.</b> (για [[βέλος]]) [[ὠκύπορος]]<br /><b>4.</b> [[οξύς]] («ὠκὺ [[νόημα]]», Ύμν. Ερμ.)<br /><b>5.</b> αυτός που τελείται [[γρήγορα]]<br /><b>6.</b> [[καυστικός]] («ἀκτὶς ὠκέος ἠελίου», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>7.</b> [[διαπεραστικός]]<br /><b>8.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὠκύ</i><br />α) η [[ταχύτητα]]<br />β) η [[οξύτητα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ὠκέως]] Α<br />με [[ταχύτητα]], [[γρήγορα]] («χερσὶ καθέλεν.. [[ὠκέως]]», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[ὠκύς]] ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>ō</i><i>ku</i>-<i>s</i> και αντιστοιχεί με τα αρχ. ινδ. <i>ā</i><i>šu</i>- και αβεστ. <i>ā</i><i>su</i>-, ενώ ο υπερθ. του επιθ. [[ὤκιστος]] αντιστοιχεί με τα αρχ. ινδ. <i>ā</i><i>šis tha</i> και αβεστ. <i>ā</i><i>sišta</i>-. Ο λατ., εξάλλου, τ. του συγκριτικού <i>ō</i><i>cior</i> αντιστοιχεί με τον ανώμαλο τ. συγκριτικού <i>ὠκίων</i>, ο [[οποίος]] αντικαταστάθηκε από τον ομαλό τ. <i>ὠκύτερος</i>. Έχει υποστηριχθεί, [[τέλος]], η [[σύνδεση]] της οικογένειας του [[ὠκύς]] «[[ταχύς]], γρήγορος» [[αλλά]] και «[[οξύς]]» με τη [[ρίζα]] <i>ak</i>- «[[οξύς]] [[αιχμηρός]]» (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>accipiter</i> «[[ταχύπτερος]]»), <b>βλ.</b> και λ. [[οξύς]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὠκύς:''' [ῠ], ὠκεῖα, ὠκύ, γεν. <i>-έος</i>, <i>είας</i>, <i>έος</i>, Επικ. και θηλ. <i>ὠκέᾰ</i>, θηλ. πληθ. <i>ὠκεῖαι</i>, Επικ. γεν. [[ὠκειάων]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> (συγγενές προς το [[ὀξύς]])· γρήγορος, [[ταχύς]], [[ορμητικός]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>πόδαςὠκύς</i>, λέγεται για τον Αχιλλέα, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>πόδαςὠκέα</i>, λέγεται για την Ίριδα, στο ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> = [[ὀξύς]], [[κοφτερός]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-έως</i>, σε Πίνδ., [[αλλά]] στον τύπο [[ὦκα]] —σχημ. όπως το [[τάχα]]— βρίσκεται [[συχνά]] στον Όμηρ.<br /><b class="num">III.</b> Ομαλά παραθετικά, [[ὠκύτερος]], [[ὠκύτατος]], σε Ομήρ. Οδ.· ανώμ. υπερθ., [[ὤκιστος]], σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.
}}
}}