Anonymous

ψαρός: Difference between revisions

From LSJ
325 bytes added ,  31 December 2018
6
(47c)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό / [[ψαρός]], -ά, -όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. [[ψαριά]] Ν [[ψάρ]]<br />([[κυρίως]] για ζώα) αυτός που έχει γκρίζο [[τρίχωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει αρχίσει να ασπρίζει, γκριζομάλλης<br /><b>2.</b> (στον <b>Ερωτόκρ.</b>) (για [[άλογο]]) [[ταχύς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διάστικτος]], [[κατάστικτος]]<br /><b>2.</b> [[ποικιλόχρωμος]].———————— <b>(II)</b><br />-ά, -όν, Α<br /><b>βλ.</b> [[ψηρός]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό / [[ψαρός]], -ά, -όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. [[ψαριά]] Ν [[ψάρ]]<br />([[κυρίως]] για ζώα) αυτός που έχει γκρίζο [[τρίχωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει αρχίσει να ασπρίζει, γκριζομάλλης<br /><b>2.</b> (στον <b>Ερωτόκρ.</b>) (για [[άλογο]]) [[ταχύς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διάστικτος]], [[κατάστικτος]]<br /><b>2.</b> [[ποικιλόχρωμος]].———————— <b>(II)</b><br />-ά, -όν, Α<br /><b>βλ.</b> [[ψηρός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ψᾱρός:''' -ά, -όν ([[ψάρ]]), αυτός που μοιάζει με [[ψαρόνι]], δηλ. αυτός που έχει στίγματα, [[κατάστικτος]], [[γκρίζος]]· ψαρὸς [[ἵππος]], παρδαλό [[γκρι]] (φαιό) [[άλογο]], σε Αριστοφ.
}}
}}