Anonymous

χυμός: Difference between revisions

From LSJ
124 bytes added ,  31 December 2018
6
(47c)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> το θρεπτικό [[υγρό]] που κυκλοφορεί στα διάφορα μέρη τών [[φυτών]]<br /><b>2.</b> καθένα από τα [[τέσσερα]] υγρά του σώματος τα οποία, [[κατά]] τους αρχαίους φυσιολόγους, προσδιόριζαν την [[ιδιοσυγκρασία]] και τον χαρακτήρα του ατόμου και που [[είναι]] το [[αίμα]], το [[φλέγμα]], η κίτρινη [[χολή]] και η [[μέλαινα]] [[χολή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φυσιολ.</b> η [[πολτώδης]] [[ομοιογενής]] [[μάζα]] που προκύπτει από την [[επίδραση]] του γαστρικού υγρού στις ουσίες της τροφής [[μέσα]] στον στόμαχο και η οποία, περνώντας στο [[έντερο]], δίνει τον χυλό και τα περιττώματα<br /><b>2.</b> το [[υγρό]] που περιέχεται σε φρούτα και καρπούς και αφαιρείται με [[συμπίεση]] και [[έκθλιψη]], κν. [[ζουμί]] (α. «[[χυμός]] πορτοκαλιού» β. «[[χυμός]] ντομάτας»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> χαρακτηριστικό [[γνώρισμα]] ζωντάνιας ή ομορφιάς («έδωσε στην [[ποίηση]] νέους χυμούς»)<br /><b>μσν.</b><br />η [[εμμηνορρυσία]] («χυμὶς [[αἱματικός]]», Μαλάλ. Ι.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[υγρό]] που περιέχεται σε όλες τις οργανικές ουσίες («τὰ τοιαῡτα βρώματα ἥκιστα τοιούτου χυμοῡ ἀκρήτου τε καὶ διαφέροντος δῆλά ἐστιν μετέχοντα», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> η χαρακτηριστική [[γεύση]] μιας ουσίας, όταν τήν δοκιμάζει [[κανείς]] (α. «ἡ μὲν γευστὴ [[δύναμις]] ἡ [[ποιότης]] ἢ [[ὅπως]] ἄν τις ὀνομάζει ἐθέλῃ... [[χυμός]]», <b>Γαλ.</b><br />β. «ἅμα τῇ γεύσει ὁ [[χυμός]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «[[χυμός]]<br />[[σίελος]]» <br />β) «[[χυμός]]<br />τάφου [[χῶμα]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[χυλός]].
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> το θρεπτικό [[υγρό]] που κυκλοφορεί στα διάφορα μέρη τών [[φυτών]]<br /><b>2.</b> καθένα από τα [[τέσσερα]] υγρά του σώματος τα οποία, [[κατά]] τους αρχαίους φυσιολόγους, προσδιόριζαν την [[ιδιοσυγκρασία]] και τον χαρακτήρα του ατόμου και που [[είναι]] το [[αίμα]], το [[φλέγμα]], η κίτρινη [[χολή]] και η [[μέλαινα]] [[χολή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φυσιολ.</b> η [[πολτώδης]] [[ομοιογενής]] [[μάζα]] που προκύπτει από την [[επίδραση]] του γαστρικού υγρού στις ουσίες της τροφής [[μέσα]] στον στόμαχο και η οποία, περνώντας στο [[έντερο]], δίνει τον χυλό και τα περιττώματα<br /><b>2.</b> το [[υγρό]] που περιέχεται σε φρούτα και καρπούς και αφαιρείται με [[συμπίεση]] και [[έκθλιψη]], κν. [[ζουμί]] (α. «[[χυμός]] πορτοκαλιού» β. «[[χυμός]] ντομάτας»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> χαρακτηριστικό [[γνώρισμα]] ζωντάνιας ή ομορφιάς («έδωσε στην [[ποίηση]] νέους χυμούς»)<br /><b>μσν.</b><br />η [[εμμηνορρυσία]] («χυμὶς [[αἱματικός]]», Μαλάλ. Ι.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[υγρό]] που περιέχεται σε όλες τις οργανικές ουσίες («τὰ τοιαῡτα βρώματα ἥκιστα τοιούτου χυμοῡ ἀκρήτου τε καὶ διαφέροντος δῆλά ἐστιν μετέχοντα», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> η χαρακτηριστική [[γεύση]] μιας ουσίας, όταν τήν δοκιμάζει [[κανείς]] (α. «ἡ μὲν γευστὴ [[δύναμις]] ἡ [[ποιότης]] ἢ [[ὅπως]] ἄν τις ὀνομάζει ἐθέλῃ... [[χυμός]]», <b>Γαλ.</b><br />β. «ἅμα τῇ γεύσει ὁ [[χυμός]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «[[χυμός]]<br />[[σίελος]]» <br />β) «[[χυμός]]<br />τάφου [[χῶμα]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[χυλός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χῡμός:''' -οῦ, ὁ ([[χέω]]), όπως το [[χυλός]], [[χυμός]], σε Πλάτ.
}}
}}