3,254,072
edits
(47c) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χρυσεοκόμας, και [[χρυσεοκόμης]], Α<br />[[χρυσομάλλης]] («[[χρυσοκόμης]] Ἔρως», Ανακρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φέρει στα μαλλιά του χρυσά κοσμήματα<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Χρυσοκόμης</i><br />ο Απόλλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- / <i>χρυσεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κόμης]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόμη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ξανθο</i>-[[κόμης]]. | |mltxt=ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χρυσεοκόμας, και [[χρυσεοκόμης]], Α<br />[[χρυσομάλλης]] («[[χρυσοκόμης]] Ἔρως», Ανακρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φέρει στα μαλλιά του χρυσά κοσμήματα<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Χρυσοκόμης</i><br />ο Απόλλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- / <i>χρυσεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κόμης]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόμη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ξανθο</i>-[[κόμης]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χρῡσοκόμης:''' -ου, ὁ, Δωρ. -κόμας, -α, ὁ ([[κόμη]])·<br /><b class="num">I.</b> χρυσά μαλλιά, σε Ησίοδ., Ευρ.· ὁ [[χρυσοκόμης]], απόλ., λέγεται για τον Απόλλωνα, σε Πίνδ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που έχει χρυσά στολίδια στα μαλλιά, σε Λουκ. | |||
}} | }} |