Anonymous

ὠφέλιμος: Difference between revisions

From LSJ
6
(47c)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ὠφέλιμος]], -ον, ΝΜΑ, θηλ. σπαν. και -ίμη, ΜΑ<br />1.αυτός που ωφελεί, [[επωφελής]], [[χρήσιμος]] (α. «η [[άθληση]] [[είναι]] ωφέλιμη για το [[σώμα]]» β. «τὸ καλὸν [[ἔργον]] ἀγαθόν τε καὶ ὠφέλιμον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ωφέλιμο</i>- [[ωφέλεια]], [[χρησιμότητα]] (α. «τί το ωφέλιμο βλέπεις σε αυτήν την [[ενέργεια]];» β. «τὰς πόλεις ἐπὶ τὸ ὑμῑν ὠφέλιμον καταστησάμενος», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «ωφέλιμο [[βάρος]]» — το [[βάρος]] που μπορεί να μεταφέρει ένα όχημα, [[αφού]] αφαιρεθεί το απόβαρό του<br />β) «το τερπνόν [[μετά]] του ωφελίμου» — <b>βλ.</b> [[τερπνός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ωφελίμως]] / <i>ὠφελίμως</i> ΝΜΑ, και <i>ωφέλιμα</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο ωφέλιμο, επωφελώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὠφελῶ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>φρόν</i>-<i>ιμος</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[ὠφέλιμος]], -ον, ΝΜΑ, θηλ. σπαν. και -ίμη, ΜΑ<br />1.αυτός που ωφελεί, [[επωφελής]], [[χρήσιμος]] (α. «η [[άθληση]] [[είναι]] ωφέλιμη για το [[σώμα]]» β. «τὸ καλὸν [[ἔργον]] ἀγαθόν τε καὶ ὠφέλιμον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ωφέλιμο</i>- [[ωφέλεια]], [[χρησιμότητα]] (α. «τί το ωφέλιμο βλέπεις σε αυτήν την [[ενέργεια]];» β. «τὰς πόλεις ἐπὶ τὸ ὑμῑν ὠφέλιμον καταστησάμενος», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «ωφέλιμο [[βάρος]]» — το [[βάρος]] που μπορεί να μεταφέρει ένα όχημα, [[αφού]] αφαιρεθεί το απόβαρό του<br />β) «το τερπνόν [[μετά]] του ωφελίμου» — <b>βλ.</b> [[τερπνός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ωφελίμως]] / <i>ὠφελίμως</i> ΝΜΑ, και <i>ωφέλιμα</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο ωφέλιμο, επωφελώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὠφελῶ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>φρόν</i>-<i>ιμος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὠφέλιμος:''' -ον και -η, ον, [[βοηθητικός]], [[χρήσιμος]], [[ωφέλιμος]], [[επικερδής]], [[πλεονεκτικός]], [[προνομιούχος]], λέγεται για ανθρώπους και πράγματα, σε Θουκ. Πλάτ. κ.λπ.· <i>τινι</i>, σε κάποιον, σε Ευρ. κ.λπ.· <i>ἔς τι</i>, προς [[κάτι]], για κάποιον σκοπό, σε Θουκ.· <i>πρόςτι</i>, σε Πλάτ.· <i>τὸ ὠφέλιμον</i>, ως ουσ., στον ίδ· επίρρ., <i>-μως</i>, σε Ξεν.· υπερθ. <i>-ώτατα</i>, στον ίδ.
}}
}}