Anonymous

ὠμογέρων: Difference between revisions

From LSJ
6
(47c)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-οντος, ὁ, ΜΑ<br />αυτός που έχει γεράσει πρόωρα<br /><b>μσν.</b><br /><b>ως επίθ.</b> (για βοστρύχους) αυτός που έχει ασπρίσει πρόωρα<br /><b>αρχ.</b><br />[[ακμαίος]], [[ζωηρός]] [[γέροντας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> [[γέρων]].
|mltxt=-οντος, ὁ, ΜΑ<br />αυτός που έχει γεράσει πρόωρα<br /><b>μσν.</b><br /><b>ως επίθ.</b> (για βοστρύχους) αυτός που έχει ασπρίσει πρόωρα<br /><b>αρχ.</b><br />[[ακμαίος]], [[ζωηρός]] [[γέροντας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> [[γέρων]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὠμογέρων:''' -οντος, ὁ, ἡ, [[ακμαίος]], [[δραστήριος]] γέρος, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}