Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διεμπολάω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διεμπολάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[πουλώ]] σε διαφορετικούς αγοραστές ή [[πουλώ]] με κλήρους, Λατ. divendere, σε Ευρ., Αριστοφ.· μεταφ., [[προδίδω]], «[[πουλώ]]», «[[παζαρεύω]]», <i>τινά</i>, σε Σοφ.
|lsmtext='''διεμπολάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[πουλώ]] σε διαφορετικούς αγοραστές ή [[πουλώ]] με κλήρους, Λατ. divendere, σε Ευρ., Αριστοφ.· μεταφ., [[προδίδω]], «[[πουλώ]]», «[[παζαρεύω]]», <i>τινά</i>, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''διεμπολάω:''' <b class="num">1)</b> распродавать (τὰς κακῶν ξυνεργούς Eur.);<br /><b class="num">2)</b> покупать (ἐμπορικὰ χρήματα Arph.);<br /><b class="num">3)</b> предавать (λόγοισι πρός τινα Soph.).
}}
}}