3,240,921
edits
(4) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διεμπολάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[πουλώ]] σε διαφορετικούς αγοραστές ή [[πουλώ]] με κλήρους, Λατ. divendere, σε Ευρ., Αριστοφ.· μεταφ., [[προδίδω]], «[[πουλώ]]», «[[παζαρεύω]]», <i>τινά</i>, σε Σοφ. | |lsmtext='''διεμπολάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[πουλώ]] σε διαφορετικούς αγοραστές ή [[πουλώ]] με κλήρους, Λατ. divendere, σε Ευρ., Αριστοφ.· μεταφ., [[προδίδω]], «[[πουλώ]]», «[[παζαρεύω]]», <i>τινά</i>, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διεμπολάω:''' <b class="num">1)</b> распродавать (τὰς κακῶν ξυνεργούς Eur.);<br /><b class="num">2)</b> покупать (ἐμπορικὰ χρήματα Arph.);<br /><b class="num">3)</b> предавать (λόγοισι πρός τινα Soph.). | |||
}} | }} |