Anonymous

δεῖπνον: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 39: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δεῖπνον:''' τό ([[δάπτω]]),<br /><b class="num">1.</b> στον Όμηρ. το κύριο [[φαγητό]], [[γεύμα]] της ημέρας, μερικές φορές το μεσημεριανό [[φαγητό]], μερικές φορές = [[ἄριστον]], πρωϊνό [[γεύμα]], μερικές φορές = [[δόρπον]], απογευματινό [[φαγητό]]. Στην αρχ. Αττ., μεσημεριανό ή απογευματινό [[φαγητό]], [[δείπνο]] ή κύριο [[φαγητό]]· <i>ἀπὸ δείπνου</i>, [[κατευθείαν]], [[αμέσως]] [[μετά]] το [[φαγητό]], σε Ομήρ. Ιλ.· καλεῖν ἐπὶ [[δεῖπνον]], <i>δ. παραθεῖναι</i> κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[τροφή]], [[ζωοτροφή]], σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.
|lsmtext='''δεῖπνον:''' τό ([[δάπτω]]),<br /><b class="num">1.</b> στον Όμηρ. το κύριο [[φαγητό]], [[γεύμα]] της ημέρας, μερικές φορές το μεσημεριανό [[φαγητό]], μερικές φορές = [[ἄριστον]], πρωϊνό [[γεύμα]], μερικές φορές = [[δόρπον]], απογευματινό [[φαγητό]]. Στην αρχ. Αττ., μεσημεριανό ή απογευματινό [[φαγητό]], [[δείπνο]] ή κύριο [[φαγητό]]· <i>ἀπὸ δείπνου</i>, [[κατευθείαν]], [[αμέσως]] [[μετά]] το [[φαγητό]], σε Ομήρ. Ιλ.· καλεῖν ἐπὶ [[δεῖπνον]], <i>δ. παραθεῖναι</i> κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[τροφή]], [[ζωοτροφή]], σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''δεῖπνον:''' τό<b class="num">1)</b> тж. pl. трапеза, преимущ. обед Hom., Her., Eur., Xen., Arst., Plut., иногда (= [[ἄριστον]] II) завтрак Hom. или (= [[δόρπον]]) ужин Hom.;<br /><b class="num">2)</b> пища, еда, корм (ἵπποισιν Hom.; ὄρνισι Aesch.).
}}
}}