Anonymous

ἀγριάς: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγριάς:''' -[[άδος]], ἡ = <i>ἀγρία</i>, ιδιαζ. θηλ. του [[ἄγριος]], άγρια, ανήμερη· <i>ἄμπελον ἀγριάδα</i>, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀγριάς:''' -[[άδος]], ἡ = <i>ἀγρία</i>, ιδιαζ. θηλ. του [[ἄγριος]], άγρια, ανήμερη· <i>ἄμπελον ἀγριάδα</i>, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγριάς:''' άδος adj. f полевая, дикая ([[ἄμπελος]] Anth.).
}}
}}