Anonymous

δηρός: Difference between revisions

From LSJ
128 bytes added ,  31 December 2018
1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δηρός:''' -ά, -όν, Δωρ. δᾱρός ([[δήν]]), [[μακρύς]], [[πολύ]] [[μακρύς]], επί [[μακρόν]], <i>δηρὸν χρόνον</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, [[δηρόν]] (ενν. <i>χρόνον</i>), ως επίρρ., [[πάρα]] [[πολύ]], στο ίδ.· ἐπὶ [[δηρόν]], στο ίδ.· <i>δαρὸν χρόνον</i>, σε Σοφ.
|lsmtext='''δηρός:''' -ά, -όν, Δωρ. δᾱρός ([[δήν]]), [[μακρύς]], [[πολύ]] [[μακρύς]], επί [[μακρόν]], <i>δηρὸν χρόνον</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, [[δηρόν]] (ενν. <i>χρόνον</i>), ως επίρρ., [[πάρα]] [[πολύ]], στο ίδ.· ἐπὶ [[δηρόν]], στο ίδ.· <i>δαρὸν χρόνον</i>, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''δηρός:''' долгий: только в выраж. δηρὸν χρόνον Hom. (на)долго.
}}
}}