Anonymous

ἀϋτέω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀϋτέω:''' [ῡ], μόνο σε ενεστ. και παρατ.· ([[αὔω]], [[κλαίω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[κλαίω]], [[φωνάζω]], σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· με σύστ. αντ. <i>βοὰν ἀϋτῶ</i>, σε Ευρ.· ἀϋτεῖ δ' [[ὀξύ]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ., [[καλώ]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· με αιτ. προσ. και απαρ., σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀϋτέω:''' [ῡ], μόνο σε ενεστ. και παρατ.· ([[αὔω]], [[κλαίω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[κλαίω]], [[φωνάζω]], σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· με σύστ. αντ. <i>βοὰν ἀϋτῶ</i>, σε Ευρ.· ἀϋτεῖ δ' [[ὀξύ]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ., [[καλώ]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· με αιτ. προσ. και απαρ., σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀϋτέω:''' (ῡ)<b class="num">1)</b> кричать ([[μέγα]] Hom. и [[ὀξύ]] Aesch.; τινί τι Eur.): βοὰν ἀ. Eur. издавать крики;<br /><b class="num">2)</b> гудеть, звенеть: [[αὖον]] ἀ. Hom. (о доспехах) бряцать, лязгать;<br /><b class="num">3)</b> звать, призывать (τινα Hom., Eur., Arph.).
}}
}}