Anonymous

ἄσακτος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄσακτος:''' -ον ([[σάττω]]), αυτός που δεν έχει καταπατηθεί, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἄσακτος:''' -ον ([[σάττω]]), αυτός που δεν έχει καταπατηθεί, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄσακτος:''' неутоптанный, рыхлый (γῆ Xen.).
}}
}}