Anonymous

αἰδοῖος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰδοῖος:''' -α, -ον ([[αἰδέομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που περιβάλλεται με σεβασμό, [[αξιοσέβαστος]], [[σεβάσμιος]]· λέγεται και για γυναίκες, αυτές που αξίζουν σεβασμό, [[τρυφερότητα]], [[στοργή]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., [[ντροπαλός]], [[ταπεινός]], [[ευλαβής]], σε Ομήρ. Οδ.· επίρρ. <i>-ως</i>, με σεβασμό, στο ίδ.<br /><b class="num">III.</b> συγκρ. <i>αἰδοιότερος</i>, σε Ομήρ. Οδ.· υπερθ. <i>αἰδοιέστατος</i>, σε Πίνδ.
|lsmtext='''αἰδοῖος:''' -α, -ον ([[αἰδέομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που περιβάλλεται με σεβασμό, [[αξιοσέβαστος]], [[σεβάσμιος]]· λέγεται και για γυναίκες, αυτές που αξίζουν σεβασμό, [[τρυφερότητα]], [[στοργή]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., [[ντροπαλός]], [[ταπεινός]], [[ευλαβής]], σε Ομήρ. Οδ.· επίρρ. <i>-ως</i>, με σεβασμό, στο ίδ.<br /><b class="num">III.</b> συγκρ. <i>αἰδοιότερος</i>, σε Ομήρ. Οδ.· υπερθ. <i>αἰδοιέστατος</i>, σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἰδοῖος:''' <b class="num">1)</b> внушающий уважение, почтенный ([[βασιλεύς]], ξεῖνοι, [[ἑκυρά]] Her.; [[γέρας]] Pind.; [[πόσις]] Aesch. ): α. [[Ζεύς]] Aesch. великий Зевс;<br /><b class="num">2)</b> застенчивый, стыдливый, робкий (ἄλοχοι, [[παρθένος]], [[ἀλήτης]] Hom.);<br /><b class="num">3)</b> почтительный ([[πνεῦμα]], λόγοι Aesch.);<br /><b class="num">4)</b> сострадательный, милостивый ([[πρόξενος]] Aesch.).
}}
}}