Anonymous

ἀκουστικός: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀκουστικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[αίσθηση]] της ακοής ή στο [[ακουστικό]] όργανο<br /><b>2.</b> ο [[κατάλληλος]] για την [[αίσθηση]] της ακοής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για τύπους προσώπων) ο [[ευαίσθητος]] στις ακουστικές αντιλήψεις<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[ακουστική]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[ακουστικό]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που μπορεί ή [[πρέπει]] να ακουστεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[πρόθυμος]] να ακούσει<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀκουστικόν</i><br />διεξιότητα στην [[ακοή]]<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> <i>οἱ ἀκουστικοί</i><br />οι ακουσματικοί (<b>βλ.</b> [[ακουσματικός]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀκουστός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ακουστικότητα]]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀκουστικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[αίσθηση]] της ακοής ή στο [[ακουστικό]] όργανο<br /><b>2.</b> ο [[κατάλληλος]] για την [[αίσθηση]] της ακοής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για τύπους προσώπων) ο [[ευαίσθητος]] στις ακουστικές αντιλήψεις<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[ακουστική]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[ακουστικό]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που μπορεί ή [[πρέπει]] να ακουστεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[πρόθυμος]] να ακούσει<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀκουστικόν</i><br />διεξιότητα στην [[ακοή]]<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> <i>οἱ ἀκουστικοί</i><br />οι ακουσματικοί (<b>βλ.</b> [[ακουσματικός]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀκουστός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ακουστικότητα]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκουστικός:''' <b class="num">1)</b> слуховой ([[αἴσθησις]] Plut.; [[πάθος]] Sext.);<br /><b class="num">2)</b> слушающийся, послушный (τινος Arst.).
}}
}}