Anonymous

δεῖ: Difference between revisions

From LSJ
61 bytes added ,  31 December 2018
1b
(3)
(1b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δεῖ:''' υποτ. <i>δέῃ</i>, συνηρ. <i>δῇ</i>, ευκτ. <i>δέοι</i>, απαρ. [[δεῖν]], μτχ. [[δέον]], συνηρ. [[δεῖν]], παρατ. [[ἔδει]], Ιων. [[ἔδεε]], μέλ. <i>δεήσει</i>, αόρ. αʹ <i>ἐδέησε</i>· — απρόσ. (από το [[δέω]] Α, [[δένω]]):<br /><b class="num">I. 1.</b> με αιτ. προσ. και απαρ., <i>δεῖτινὰ ποιῆσαι</i>, είναι δεσμευτικό για κάποιον να κάνει ένα [[πράγμα]], [[κάποιος]] πρέπει, [[κάποιος]] οφείλει να κάνει [[κάτι]], Λατ. [[oportet]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[σπανίως]], [[δεῖ]] σε [[ὅπως]] [[δείξεις]] = [[δεῖ]] σε [[δεῖξαι]], σε Σοφ.· — [[σπανίως]] επίσης, με δοτ. προσ. και απαρ., υπάρχει [[ανάγκη]] να κάνει [[κάποιος]]· [[δεῖ]] τινι ποιῆσαι, σε Ευρ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ. και απαρ., [[δεῖ]] τι [[γενέσθαι]], σε Θουκ. κ.λπ.· για τη [[φράση]] [[οἴομαι]] [[δεῖν]], βλ. [[οἴομαι]]· όταν χρησιμ. ως απόλ, ένα απαρ. μπορεί να εννοηθεί, μὴ πεῖθ' ἃ μὴ [[δεῖ]] (ενν. <i>πείθειν</i>), σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> (από το [[δέω]] Β, [[θέλω]], [[επιθυμώ]]) με γεν. πράγμ., υπάρχει [[ανάγκη]] από..., υπάρχει [[έλλειψη]], Λατ. [[opus]] est re, οὐδὲν [[δεῖ]] τινος, σε Ηρόδ., Αττ.· εκφράσεις, [[πολλοῦ]] [[δεῖ]], [[πολύ]] λείπει, απέχει [[μακριά]]· ὀλίγου [[δεῖ]], λίγο λείπει, [[σχεδόν]]· σε απαντήσεις, [[πολλοῦ]] γε [[δεῖ]], [[πολλοῦ]] γε καὶ [[δεῖ]], [[μακριά]] απ' αυτό, χρειάζονται [[πολλά]], σε Αριστοφ., Δημ.· πλεῦνος [[δεῖ]], απέχει [[ακόμα]] [[πολύ]] απ' αυτό, σε Ηρόδ.· ὀλίγου [[δεῖν]], απόλ., με την [[ίδια]] [[σημασία]], σε Πλάτ.· μικροῦ [[δεῖν]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ. προσ. προστιθέμενη, [[δεῖ]] [[μοί]] τινος, Λατ. [[opus]] est [[mihi]] re, σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. προσ. προστιθέμενη, [[δεῖ]] σε προμηθέως, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III. 1.</b> ουδ. μτχ. [[δέον]], συνηρ. [[δεῖν]], απόλ., όπως το [[ἐξόν]], [[παρόν]], είναι αναγκαίο, είναι [[πρέπον]], [[quum]] oporteret, σε Πλάτ.· <i>οὐκ ἀπήντα</i>, [[δέον]], δεν παρέστη στο δικαστήριο, παρόλο που όφειλε να παραστεί, σε Δημ.· ομοίως, οὐδὲν [[δέον]], δεν υπάρχει [[καμιά]] [[ανάγκη]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> αντί [[δέον]], <i>τό</i>, ως ουσ., βλ. αυτ.
|lsmtext='''δεῖ:''' υποτ. <i>δέῃ</i>, συνηρ. <i>δῇ</i>, ευκτ. <i>δέοι</i>, απαρ. [[δεῖν]], μτχ. [[δέον]], συνηρ. [[δεῖν]], παρατ. [[ἔδει]], Ιων. [[ἔδεε]], μέλ. <i>δεήσει</i>, αόρ. αʹ <i>ἐδέησε</i>· — απρόσ. (από το [[δέω]] Α, [[δένω]]):<br /><b class="num">I. 1.</b> με αιτ. προσ. και απαρ., <i>δεῖτινὰ ποιῆσαι</i>, είναι δεσμευτικό για κάποιον να κάνει ένα [[πράγμα]], [[κάποιος]] πρέπει, [[κάποιος]] οφείλει να κάνει [[κάτι]], Λατ. [[oportet]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[σπανίως]], [[δεῖ]] σε [[ὅπως]] [[δείξεις]] = [[δεῖ]] σε [[δεῖξαι]], σε Σοφ.· — [[σπανίως]] επίσης, με δοτ. προσ. και απαρ., υπάρχει [[ανάγκη]] να κάνει [[κάποιος]]· [[δεῖ]] τινι ποιῆσαι, σε Ευρ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ. και απαρ., [[δεῖ]] τι [[γενέσθαι]], σε Θουκ. κ.λπ.· για τη [[φράση]] [[οἴομαι]] [[δεῖν]], βλ. [[οἴομαι]]· όταν χρησιμ. ως απόλ, ένα απαρ. μπορεί να εννοηθεί, μὴ πεῖθ' ἃ μὴ [[δεῖ]] (ενν. <i>πείθειν</i>), σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> (από το [[δέω]] Β, [[θέλω]], [[επιθυμώ]]) με γεν. πράγμ., υπάρχει [[ανάγκη]] από..., υπάρχει [[έλλειψη]], Λατ. [[opus]] est re, οὐδὲν [[δεῖ]] τινος, σε Ηρόδ., Αττ.· εκφράσεις, [[πολλοῦ]] [[δεῖ]], [[πολύ]] λείπει, απέχει [[μακριά]]· ὀλίγου [[δεῖ]], λίγο λείπει, [[σχεδόν]]· σε απαντήσεις, [[πολλοῦ]] γε [[δεῖ]], [[πολλοῦ]] γε καὶ [[δεῖ]], [[μακριά]] απ' αυτό, χρειάζονται [[πολλά]], σε Αριστοφ., Δημ.· πλεῦνος [[δεῖ]], απέχει [[ακόμα]] [[πολύ]] απ' αυτό, σε Ηρόδ.· ὀλίγου [[δεῖν]], απόλ., με την [[ίδια]] [[σημασία]], σε Πλάτ.· μικροῦ [[δεῖν]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ. προσ. προστιθέμενη, [[δεῖ]] [[μοί]] τινος, Λατ. [[opus]] est [[mihi]] re, σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. προσ. προστιθέμενη, [[δεῖ]] σε προμηθέως, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III. 1.</b> ουδ. μτχ. [[δέον]], συνηρ. [[δεῖν]], απόλ., όπως το [[ἐξόν]], [[παρόν]], είναι αναγκαίο, είναι [[πρέπον]], [[quum]] oporteret, σε Πλάτ.· <i>οὐκ ἀπήντα</i>, [[δέον]], δεν παρέστη στο δικαστήριο, παρόλο που όφειλε να παραστεί, σε Δημ.· ομοίως, οὐδὲν [[δέον]], δεν υπάρχει [[καμιά]] [[ανάγκη]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> αντί [[δέον]], <i>τό</i>, ως ουσ., βλ. αυτ.
}}
{{elru
|elrutext='''δεῖ:''' impers. к [[δέω]] II.
}}
}}