Anonymous

ἄδμητος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄδμητος:''' -η, -ον,<br /><b class="num">1.</b> ποιητ. αντί [[ἀδάματος]]· στον Όμηρ. μόνο σε θηλ. και μόνο για ζώα, [[αχαλιναγώγητος]], [[αδάμαστος]]· <i>βοῦν ἀδμήτην</i>, ἣν [[οὔπω]] ὑπὸ [[ζυγόν]], ἤγαγεν [[ἀνήρ]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἵππον ἑξέτε' ἀδμήτην</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> όπως το [[ἀδμής]], λέγεται για νεαρές παρθένους, ανύπαντρη, άγαμη, σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''ἄδμητος:''' -η, -ον,<br /><b class="num">1.</b> ποιητ. αντί [[ἀδάματος]]· στον Όμηρ. μόνο σε θηλ. και μόνο για ζώα, [[αχαλιναγώγητος]], [[αδάμαστος]]· <i>βοῦν ἀδμήτην</i>, ἣν [[οὔπω]] ὑπὸ [[ζυγόν]], ἤγαγεν [[ἀνήρ]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἵππον ἑξέτε' ἀδμήτην</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> όπως το [[ἀδμής]], λέγεται για νεαρές παρθένους, ανύπαντρη, άγαμη, σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄδμητος:''' (только f)<br /><b class="num">1)</b> неприрученный, неукрощенный ([[βοῦς]], [[ἵππος]], ἡμίος Hom.);<br /><b class="num">2)</b> девственная, незамужняя ([[παρθένος]] HH, Aesch.; [[Ἄρτεμις]] Soph.).
}}
}}