Anonymous

γεωρυχέω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γεωρῠχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[σκάβω]] μέσα στη γη, [[ανοίγω]] υπόνομο ή [[μεταλλείο]], [[εξορύσσω]] από [[ορυχείο]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''γεωρῠχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[σκάβω]] μέσα στη γη, [[ανοίγω]] υπόνομο ή [[μεταλλείο]], [[εξορύσσω]] από [[ορυχείο]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''γεωρῠχέω:''' рыть землю, копать рвы Her.
}}
}}