3,273,083
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βρύκω:''' ή [[βρύχω]][ῡ], μέλ. <i>βρύξω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔβρυξα</i> (για το <i>βέβρυχα</i>, βλ. [[βρυχάομαι]]), [[τρώω]] με θόρυβο, άπληστα, σε Ευρ., Αριστοφ.· μεταφ., [[σπάω]] σε κομμάτια, [[καταβροχθίζω]], λέγεται για μια επικίνδυνη διαβρωτική [[αρρώστια]], σε Σοφ.· ομοίως στην Παθ., <i>βρύκομαι</i>, στον ίδ., σε Ανθ. | |lsmtext='''βρύκω:''' ή [[βρύχω]][ῡ], μέλ. <i>βρύξω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔβρυξα</i> (για το <i>βέβρυχα</i>, βλ. [[βρυχάομαι]]), [[τρώω]] με θόρυβο, άπληστα, σε Ευρ., Αριστοφ.· μεταφ., [[σπάω]] σε κομμάτια, [[καταβροχθίζω]], λέγεται για μια επικίνδυνη διαβρωτική [[αρρώστια]], σε Σοφ.· ομοίως στην Παθ., <i>βρύκομαι</i>, στον ίδ., σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βρύκω:''' (ῡ)<b class="num">1)</b> кусать со скрежетом, грызть ([[γνάθος]] ἱππείη βρύκει Hom.);<br /><b class="num">2)</b> жадно есть, пожирать (τι Eur., Arph.): βρυχθεὶς ἁλί Anth. поглощбнный морем;<br /><b class="num">3)</b> снедать, терзать ([[ἀπόλωλα]], βρύκομαι Soph.). | |||
}} | }} |