Anonymous

διαψιθυρίζω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαψῐθῠρίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ψιθυρίζω]] [[κάτι]] σε κάποιον κι έτσι [[διαδίδω]], σε Λουκ.
|lsmtext='''διαψῐθῠρίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ψιθυρίζω]] [[κάτι]] σε κάποιον κι έτσι [[διαδίδω]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαψῐθῠρίζω:''' перешептываться, шептаться (Polyb.; πρὸς ἀλλήλους Plut.).
}}
}}