Anonymous

ἀφηνιάζω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(7)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἀφηνιάζω]]) [[ηνία]]<br />(για τα υποζύγια, και [[κυρίως]] τα άλογα) δεν συγκρατούμαι από τα [[ηνία]], [[αρνούμαι]] να υπακούσω στον αναβάτη<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />εξεγείρομαι, [[στασιάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για ανθρώπους)<br /><b>1.</b> παρεκτρέπομαι, παραφέρομαι, [[αντιδρώ]] βίαια και παράλογα<br /><b>2.</b> επιδίδομαι ασύστολα σε άσεμνες πράξεις<br /><b>3.</b> [[γίνομαι]] έξω φρενών<br /><b>4.</b> (η μτχ. ως επίθ. ή ουσ.) <i>αφηνιασμένος</i><br />αυτός που έχει χάσει τον αυτοέλεγχο, ο μανιασμένος.
|mltxt=(AM [[ἀφηνιάζω]]) [[ηνία]]<br />(για τα υποζύγια, και [[κυρίως]] τα άλογα) δεν συγκρατούμαι από τα [[ηνία]], [[αρνούμαι]] να υπακούσω στον αναβάτη<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />εξεγείρομαι, [[στασιάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για ανθρώπους)<br /><b>1.</b> παρεκτρέπομαι, παραφέρομαι, [[αντιδρώ]] βίαια και παράλογα<br /><b>2.</b> επιδίδομαι ασύστολα σε άσεμνες πράξεις<br /><b>3.</b> [[γίνομαι]] έξω φρενών<br /><b>4.</b> (η μτχ. ως επίθ. ή ουσ.) <i>αφηνιασμένος</i><br />αυτός που έχει χάσει τον αυτοέλεγχο, ο μανιασμένος.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀφηνιάζω:''' сбрасывать поводья, не слушаться поводьев Plut., Luc.: ἀφηνιάσαι τινός Luc. взбунтоваться против кого-л.
}}
}}