Anonymous

παράσιτος: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παράσῑτος:''' ὁ, [[κάποιος]] που τρώει στο [[τραπέζι]] άλλου, που ζει με έξοδα άλλου, [[παράσιτος]], [[κόλακας]], σε Κωμ., σε Λουκ.
|lsmtext='''παράσῑτος:''' ὁ, [[κάποιος]] που τρώει στο [[τραπέζι]] άλλου, που ζει με έξοδα άλλου, [[παράσιτος]], [[κόλακας]], σε Κωμ., σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''παράσῑτος:''' <b class="num">II</b> ὁ<br /><b class="num">1)</b> сотрапезник (κενῆς π. τραπέζης Anth.);<br /><b class="num">2)</b> член свиты или помощник Arst.;<br /><b class="num">3)</b> нахлебник, прихлебатель, парасит Luc.<br />дополнительно подаваемый на стол ([[ἰχθύς]] Luc.).
}}
}}