3,277,172
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀγκητής:''' -οῦ, ὁ ([[ὀγκάομαι]]), αυτός που γκαρίζει, δηλ. ο [[γάιδαρος]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ὀγκητής:''' -οῦ, ὁ ([[ὀγκάομαι]]), αυτός που γκαρίζει, δηλ. ο [[γάιδαρος]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀγκητής:''' οῦ adj. m кричащий, ревущий ([[ὄνος]] Anth.). | |||
}} | }} |