Anonymous

ὀγκητής: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀγκητής:''' -οῦ, ὁ ([[ὀγκάομαι]]), αυτός που γκαρίζει, δηλ. ο [[γάιδαρος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ὀγκητής:''' -οῦ, ὁ ([[ὀγκάομαι]]), αυτός που γκαρίζει, δηλ. ο [[γάιδαρος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀγκητής:''' οῦ adj. m кричащий, ревущий ([[ὄνος]] Anth.).
}}
}}