Anonymous

καυτηριάζω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καυτηριάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, [[καυτηριάζω]], [[καίω]]· μεταφ., στην Παθ., σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''καυτηριάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, [[καυτηριάζω]], [[καίω]]· μεταφ., στην Παθ., σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''καυτηριάζω:''' клеймить: κεκαυτηριασμένοι τὴν ἰδίαν συνείδησιν NT заклейменные собственной совестью.
}}
}}