Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ζώνη: Difference between revisions

From LSJ
2,286 bytes added ,  31 December 2018
2b
(4)
(2b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ζώνη:''' ἡ ([[ζώννυμι]]), [[ζωνάρι]], [[ζώνη]] (ό,τι και στη Ν.Ε.)·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κυρίως]] η [[ζώνη]] που φορούσαν οι γυναίκες [[χαμηλά]] στο [[σώμα]] τους, πάνω από τους γλουτούς (ενώ το [[στρόφιον]], η [[ζώνη]] [[δηλαδή]] που φορούσαν στο πάνω [[μέρος]] του σώματός τους, φοριόταν [[κάτω]] από το [[στήθος]]), σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> Φράσεις: <i>λῦσε δὲ παρθενίην ζώνην</i>, χαλάρωσε την [[παρθενική]] της [[ζώνη]], λέγεται για τον γαμπρό, σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., λέγεται για τη [[νύφη]], σε Ανθ.· χρησιμοποιείται για άνδρες που βρίσκονται σε [[πορεία]], <i>ζώνην λύεσθαι</i>, [[χαλαρώνω]] τη [[ζώνη]] μου, δηλ. ξεκουράζομαι, αναπαύομαι, [[καταλύω]], σε Ηρόδ.· λέγεται για τις εγκυμονούσες γυναίκες, <i>φέρειν ὑπὸ ζώνης</i>, <i>τρέφειν ἐντὸς ζώνης</i>, σε Αισχύλ., Ευρ.· <i>εἰς ζώνην δεδόσθαι</i>, παροιμ. [[φράση]], δίδομαι για τα έξοδα της ζώνης, λεγόταν για τις βασίλισσες της Ανατολής στις οποίες για τα μικροέξοδά τους δίδονταν πόλεις ολόκληρες, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[ζώνη]] που φορούσαν οι άνδρες (στον Όμηρ. κοινώς καλείται [[ζωστήρ]]), σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[τμήμα]] του σώματος γύρω από το οποίο περιδενόταν η [[ζώνη]], η [[μέση]], τα [[πλευρά]], η [[οσφύς]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ζώνη:''' ἡ ([[ζώννυμι]]), [[ζωνάρι]], [[ζώνη]] (ό,τι και στη Ν.Ε.)·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κυρίως]] η [[ζώνη]] που φορούσαν οι γυναίκες [[χαμηλά]] στο [[σώμα]] τους, πάνω από τους γλουτούς (ενώ το [[στρόφιον]], η [[ζώνη]] [[δηλαδή]] που φορούσαν στο πάνω [[μέρος]] του σώματός τους, φοριόταν [[κάτω]] από το [[στήθος]]), σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> Φράσεις: <i>λῦσε δὲ παρθενίην ζώνην</i>, χαλάρωσε την [[παρθενική]] της [[ζώνη]], λέγεται για τον γαμπρό, σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., λέγεται για τη [[νύφη]], σε Ανθ.· χρησιμοποιείται για άνδρες που βρίσκονται σε [[πορεία]], <i>ζώνην λύεσθαι</i>, [[χαλαρώνω]] τη [[ζώνη]] μου, δηλ. ξεκουράζομαι, αναπαύομαι, [[καταλύω]], σε Ηρόδ.· λέγεται για τις εγκυμονούσες γυναίκες, <i>φέρειν ὑπὸ ζώνης</i>, <i>τρέφειν ἐντὸς ζώνης</i>, σε Αισχύλ., Ευρ.· <i>εἰς ζώνην δεδόσθαι</i>, παροιμ. [[φράση]], δίδομαι για τα έξοδα της ζώνης, λεγόταν για τις βασίλισσες της Ανατολής στις οποίες για τα μικροέξοδά τους δίδονταν πόλεις ολόκληρες, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[ζώνη]] που φορούσαν οι άνδρες (στον Όμηρ. κοινώς καλείται [[ζωστήρ]]), σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[τμήμα]] του σώματος γύρω από το οποίο περιδενόταν η [[ζώνη]], η [[μέση]], τα [[πλευρά]], η [[οσφύς]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ζώνη:''' дор. [[ζώνα]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> (женский) пояс (носимый вокруг талии, в отличие от [[ταινία]], которым подпоясывались под грудью; у атт. писателей - женский пояс - [[ζώνιον]]) (περιβάλλειν [[ἰξυῖ]] ζώνην Hom.): (παρθενίην) ζώνην λύειν Hom., Plut.; распускать девичий пояс (ср. 4); ζώνην λύσασθαι Anth. выходить замуж; παῖδα ὑπὸ ζώνῃ [[θέσθαι]] HH зачать сына; φέρειν ὑπὸ ζώνης Eur., ὑπὸ ζώνην и ἐντὸς ζώνης Aesch. носить под сердцем, т. е. носить в чреве; ζώνην καταθέσθαι Pind. разрешиться от бремени;<br /><b class="num">2)</b> брак, бракосочетание, свадьба: [[τᾶς]] ματρὸς ζῶνα Eur. бракосочетание матери (Ореста и Ифигении), т. е. свадьба Клитемнестры;<br /><b class="num">3)</b> (служил иногда для хранения денег) пояс, кошель (αἴρειν εἰς τὴν ζώνην χαλκόν NT): κῶμοι εἰς ζώνην δεδομέναι Xen. деревни, подаренные (Парисатиде) на личные расходы;<br /><b class="num">4)</b> (мужской) пояс (у Hom. мужской пояс - [[ζωστήρ]]): ζώνην λύειν Her. распоясываться, т. е. устраивать привал (ср. 1); [[λαβεῖν]] τινα τῆς ζώνης Xen., Diod.; схватить за пояс, т. е. арестовать кого-л. (у персов);<br /><b class="num">5)</b> (у восточных народов) перевязь для кинжала: ζώνης [[τυχεῖν]] Anth. поступить на военную службу; ἡ ζ. τοῦ Ὠρίωνος Arst. пояс (в созвездии) Ориона;<br /><b class="num">6)</b> стан, осанка, поступь: [[ἴκελος]] Ἄρεϊ ζώνην Hom. (Агамемнон), осанкой подобный Арею.
}}
}}