Anonymous

μύδρος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μύδρος:''' ὁ, [[μάζα]] από πυρακτωμένο [[μέταλλο]], σε Ηρόδ.· μύδρους αἴρειν [[χεροῖν]], κρατούν πυρακτωμένο [[σίδερο]] στα δυό τους χέρια, ως βασανιστική [[δοκιμασία]], σε Σοφ.
|lsmtext='''μύδρος:''' ὁ, [[μάζα]] από πυρακτωμένο [[μέταλλο]], σε Ηρόδ.· μύδρους αἴρειν [[χεροῖν]], κρατούν πυρακτωμένο [[σίδερο]] στα δυό τους χέρια, ως βασανιστική [[δοκιμασία]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''μύδρος:''' ὁ<b class="num">1)</b> раскаленный металл (μύδρους αἴρειν [[χεροῖν]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> раскаленная глыба (μύδροι διάπυροι Arst.);<br /><b class="num">3)</b> кусок металла: μ. [[σιδήρεος]] Her. кусок железа.
}}
}}