Anonymous

κάθυδρος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κάθυδρος:''' [ῠ], -ον ([[ὕδωρ]]), αυτός που είναι [[γεμάτος]] [[νερό]], [[κάθυδρος]] [[κρατήρ]], ποιητ. αντί του ίδιου του νερού, σε Σοφ.
|lsmtext='''κάθυδρος:''' [ῠ], -ον ([[ὕδωρ]]), αυτός που είναι [[γεμάτος]] [[νερό]], [[κάθυδρος]] [[κρατήρ]], ποιητ. αντί του ίδιου του νερού, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''κάθῠδρος:''' (ᾰ)<br /><b class="num">1)</b> полный воды ([[κρατήρ]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> обильный водой, многоводный ([[χωρίον]] Polyb.).
}}
}}