Anonymous

λωποδυτέω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λωποδῠτέω:''' μέλ. <i>λωποδυτήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[κλέβω]] τα ρούχα, [[κυρίως]] από λουόμενους ή ταξιδιώτες, σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[κλέβω]], [[ληστεύω]], [[αρπάζω]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''λωποδῠτέω:''' μέλ. <i>λωποδυτήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[κλέβω]] τα ρούχα, [[κυρίως]] από λουόμενους ή ταξιδιώτες, σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[κλέβω]], [[ληστεύω]], [[αρπάζω]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''λωποδῠτέω:''' <b class="num">1)</b> красть чужое платье (κλέπτειν καὶ λ. Plat.);<br /><b class="num">2)</b> (об одежде) красть, грабить (ἐσθῆτα Luc.);<br /><b class="num">3)</b> грабить, обирать, разорять (τὰς πόλεις Dem.; τινα Arph.);<br /><b class="num">4)</b> заниматься плагиатом, грабить (τὸν Ὃμηρον [[ἀναιδῶς]] Anth.).
}}
}}