Anonymous

ἔνρυθμος: Difference between revisions

From LSJ
2
(12)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[έρρυθμος]], -η, -ο (AM [[ἔνρυθμος]], -ον) [[ρυθμός]]<br />αυτός που έχει κανονικό ρυθμό (σε [[αντίθεση]] [[προς]] το [[άρρυθμος]])<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αναφέρεται στον ρυθμό.
|mltxt=και [[έρρυθμος]], -η, -ο (AM [[ἔνρυθμος]], -ον) [[ρυθμός]]<br />αυτός που έχει κανονικό ρυθμό (σε [[αντίθεση]] [[προς]] το [[άρρυθμος]])<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αναφέρεται στον ρυθμό.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔνρυθμος:''' ритмический, (равно)мерный, размеренный (ἔ. τε καὶ [[ἐναρμόνιος]] Plat.).
}}
}}