Anonymous

δύσχυμος: Difference between revisions

From LSJ
2
(10)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δύσχυμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[κακό]] χυμό, με άσχημη [[γεύση]].
|mltxt=[[δύσχυμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[κακό]] χυμό, με άσχημη [[γεύση]].
}}
{{elru
|elrutext='''δύσχῡμος:''' неприятный на вкус (ἁλμυρὸς καὶ δ. Arst.).
}}
}}