Anonymous

ἐφιζάνω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐφιζάνω:''' μόνο σε ενεστ. και παρατ., [[κάθομαι]] πάνω σε ή μέσα σ' ένα [[μέρος]], [[κατακαθίζω]], με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· [[ὕπνος]] ἐπὶ βλεφάροισιν ἐφίζανεν, ο ύπνος κάθησε πάνω στα βλέφαρα, στο ίδ.
|lsmtext='''ἐφιζάνω:''' μόνο σε ενεστ. και παρατ., [[κάθομαι]] πάνω σε ή μέσα σ' ένα [[μέρος]], [[κατακαθίζω]], με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· [[ὕπνος]] ἐπὶ βλεφάροισιν ἐφίζανεν, ο ύπνος κάθησε πάνω στα βλέφαρα, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐφιζάνω:''' (только impf. ἐφίζανον) садиться, усаживаться (δείπνῳ, αἰθούσῃσιν Hom.): οὐδ᾽ [[αὐτῷ]] [[ὕπνος]] ἐπὶ βλεφάροισιν ἐφίζανε Hom. сон не спускался на его вежды.
}}
}}